Αφορμή για  τη σημερινή μου παρέμβαση, υπήρξε το άρθρο του γνωστού ιστορικού αναλυτή Άριστου Κάτση στον «Φιλελεύθερο» της 24/5/2120, με τίτλο «Από τη Διασκεπτική στην πολιτική της Ένωσης». Δεν διαφωνώ με τα όσα γράφει ο συγγραφέας του εν λόγω άρθρου.    Σκοπός της παρέμβασής μου είναι να παραθέσω, ως  συμπλήρωση των όσων γράφει ο κ. Κάτσης,  και της δική μου  αξιολόγηση των γεγονότων, που θα βοηθήσει, πιστεύω,  τον μελετητή της ιστορίας  του Κυπριακού Ζητήματος να μορφώσει μια ολοκληρωμένη άποψη για τα όσα διαδραματίστηκαν τη χρονική εκείνη περίοδο, που σημάδεψαν, κατά την ταπεινή μου άποψη, τη μελλοντική τραγική πορεία της πατρίδας μας.

Το σχέδιο συντάγματος που προτάθηκε από τον τότε Κυβερνήτη της Κύπρου Λόρδο Γουίνστερ στη Διασκεπτική Συνέλευση το 1947 και έμεινε γνωστό ως το «Σύνταγμα Γουίνστερ»,   μπορεί να πρόσφερε μια περιορισμένη αυτοκυβέρνηση. Όμως, για  πρώτη και μοναδική φορά οριζόταν ρητά ότι η σύνθεση του Νομοθετικού Σώματος θα ήταν σύμφωνη με τα δημογραφικά δεδομένα. Πρόβλεπε ότι θα σχηματιζόταν ένα Νομοθετικό Σώμα με 4 διοριζόμενα και 22 εκλεγόμενα μέλη. Από τα εκλεγόμενα μέλη, τα 18 θα αντιπροσώπευαν τους Ελληνοκυπρίους και τα 4 τους Τουρκοκυπρίους. Στη τελευταία μοιραία συνεδρίαση της Διασκεπτικής στις 20/5/1948, που συνεχίστηκε και την επόμενη, ο Πρόεδρός της, ο αρχιδικαστής της Κύπρου σερ Έντουαρτ Τζάκσον,  έθεσε σε ψηφοφορία το Σύνταγμα που πρόσφερε η βρετανική κυβέρνηση. Η πρόταση εγκρίθηκε με 11 ψήφους υπέρ και 7 κατά. Υπέρ,  ψήφισαν οι 7 Τουρκοκύπριοι, 2 Ελληνοκύπριοι ανεξάρτητοι, 1 Μαρωνίτης και ο Άγγλος Πρόεδρος της Διασκεπτικής. Κατά,  ψήφισαν τα 7 αριστερά μέλη τα οποία ύστερα από τη ψηφοφορίας αποχώρησαν από τις εργασίες της Διασκεπτικής.  Η Διασκεπτική  διαλύθηκε επίσημα στις 12/8/1948 με σχετική δήλωση του Κυβερνήτη. Σημειώνεται ότι στη Διασκεπτική δεν συμμετείχε η «Εθνικόφρων Παράταξις», που  στηριζόταν στο «Κυπριακό Εθνικό Κόμμα» (ΚΕΚ) και την «Παναγροτικήν Ένωσιν Κύπρου» (ΠΕΚ) και ακολουθούσε  σκληρή αντικομουνιστική πολιτική και ανένδοτη ενωτική γραμμή. Η Δεξιά, σε συνέργεια με την εκκλησιαστική ηγεσία, είχε αποφασίσει όχι μόνο αποχή από τη Διασκεπτική, αλλά και αποχή από τις κάλπες, σε περίπτωση εφαρμογής του σχεδίου.  Οι αδιάλλακτοι της γραμμής «ένωσις  και μόνον ένωσις», με  προεξάρχοντες τους κύκλους της «εθναρχούσας εκκλησίας»,   έβλεπαν την αυτοκυβέρνηση όχι σαν μιαν ενδεχόμενη ενδιάμεση βαθμίδα προς την ανεξαρτησία και / ή την αυτοδιάθεση, αλλά σαν διαιώνιση της αποικιοκρατίας και χαρακτήρισαν προδοσία τη συμμετοχή στη Διασκεπτική. 

Ο Ανδρέα Ζιαρτίδης, κάνοντας αυτοκριτική για τη στάση τότε του ΑΚΕΛ στη «Διασκεπτική»,  στο βιβλίο του Πανίκου Παιονίδη, «Ανδρέας Ζιαρτίδης, Χωρίς φόβο και πάθος», σελ. 60, αναφέρει τα ακόλουθα: «....Εκ των υστέρων λέω ότι ούτε οι κακές προτάσεις της Αγγλίας  ούτε  το βάρος της δημαγωγίας της Δεξιάς δικαιολογούσαν την εγκατάλειψη της διασκεπτικής από εμάς». Μετά τη «Διασκεπτική»  το ΑΚΕΛ στράφηκε στην ενωτική γραμμή. Η γραμμή αυτή του δόθηκε από το ΚΚΕ.

Θεωρώ ότι η όλη στάση της ελληνοκυπριακής ηγεσίας έναντι των συνταγματικών προτάσεων της αποικιακής κυβέρνησης,  ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της ιστορίας του Κυπριακού Ζητήματος, γιατί χάθηκε η μοναδική ευκαιρία που δόθηκε στον κυπριακό λαό για να επιτύχει, σταδιακά, την ανεξαρτησία του. Η  μη αποδοχή των συνταγματικών προτάσεων του 1947 ήταν μια από τις «κρίσιμες αποφάσεις, οι οποίες απέβησαν ανεπιτυχείς, υπήρξαν προϊόντα άγνοιας ή κακής στάθμισης της ευρύτερης πολιτικής πραγματικότητας που καθόριζε τις τύχες της νήσου», για να δανειστώ τα λόγια του Πασχάλη Κιτρομηλίδη στη συνέντευξη που έδωσε στον Κώστα Βενιζέλο και δημοσιεύθηκε στον «Φ» στις 17/5/2020.   Ο απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου θα ήταν ευκολότερο να προωθηθεί αν είχε εξ αρχής ακολουθήσει τον γενικό αντιαποικιακό αγώνα, που είχαν ξεκινήσει μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όλες οι άλλες αποικίες για να απαλλαγούν από τους αποικιακούς αφέντες τους και να πετύχουν την ανεξαρτησία τους. Στο προταθέν σύνταγμα προβλέπονταν, ομολογουμένως, αρκετοί περιορισμοί στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του Νομοθετικού Σώματος. Μερικοί από αυτούς, πιθανόν, να μην υπήρχαν αν συμμετείχε και η Δεξιά στη Διασκεπτική. Όμως, ήταν η αρχή μιας πορείας που θα οδηγούσε,  εξελικτικά,  στην πλήρη ανεξαρτησία, όπως συνέβηκε και στην περίπτωση άλλων αποικιών. Η αυτοκυβέρνηση ήταν ένα φυσιολογικό στάδιο προς την αυτοδιάθεση. Σ’ αυτό το στάδιο θα είχαν την ευκαιρία οι δυο κοινότητες να συνεργαστούν με  ειλικρίνεια και αλληλοσεβασμό ώστε να ξεριζωθεί η αμοιβαία δυσπιστία και καχυποψία που υπήρχε από τότε και καλλιεργήθηκε κατά τη διάρκεια λειτουργίας του Νομοθετικού Συμβουλίου στην περίοδο 1882 – 1931, όπως αναλυτικά γράφω στο βιβλίο μου «Αναζητώντας την αυτογνωσία», Δεύτερος Τόμος, σελίδες 23 – 36.

Δεν μου διαφεύγει η βασική αρχή,  που ορίζει πως δεν πρέπει να διαβάζουμε την ιστορία με τα γυαλιά του σήμερα. Άλλες ήταν οι γεωπολιτικές συγκυρίες όταν έλαβαν χώρα τα υπό αξιολόγηση γεγονότα και άλλες οι σημερινές.  Όμως, σε ένα πολιτικό θέμα υπάρχουν μερικές παράμετροι που είναι εμφανείς σε έναν, έστω και μετρίου εκτοπίσματος,  πολιτικό. Αυτές οι παράμετροι ήταν άγνωστες στην τότε ηγεσία των ελληνοκυπρίων. Τόσο η «εθναρχούσα εκκλησία» με τη συμπορευόμενη Δεξιά όσο και η Αριστερά με τους συνοδοιπόρους της, είχαν τυφλωθεί από το κομματικό πάθος. Ακολουθήθηκαν οι λανθασμένοι χειρισμοί του παρελθόντος, που αλλοίωσαν ριζικά την  αποικιακή μορφή του προβλήματος. Η ηγεσία των ελληνοκυπρίων, αγνόησε τις τότε ευνοϊκές, για τον ελληνισμό, γεωστρατηγικές συγκυρίες, τις οποίες παραθέτω πιο κάτω: 

Όπως έχω προαναφέρει, οι Τουρκοκύπριοι εκπρόσωποι, μεταξύ των οποίων ήταν και ο τότε νεαρός δικηγόρος Ραούφ Ντενκτάς,  ψήφισαν υπέρ των συνταγματικών προτάσεων. Αποδέχθηκαν τις προτάσεις της αποικιακής κυβέρνησης, παρά το ότι κατά τις συνεδριάσεις της Διασκεπτικής Συνέλευσης εξέφραζαν τις αντιρρήσεις τους  αναφορικά με τη συγκρότηση του Νομοθετικού Σώματος, αντιδρούσαν έντονα στις θέσεις των Ελληνοκυπρίων για ευρύτερη αυτονομία και δεν έχαναν την ευκαιρία για να εκφράζουν τη δυσπιστία τους προς τους Ελληνοκύπριους. Είναι αρκετά διαφωτιστικά τα όσα, εν προκειμένω, αναφέρει  ο Άριστος Κάτσης  σε άρθρο του στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος», ημερ. 8/2/1986, με τίτλο: «Η Διασκεπτική συνέλευση και η στάση των τουρκοκυπρίων». Όμως, οι Τουρκοκύπριοι εκπρόσωποι ψήφισαν υπέρ των συνταγματικών προτάσεων. Οι Τουρκοκύπριοι τήρησαν την πιο πάνω στάση γιατί,  τότε,  δεν μπορούσαν να στηριχθούν στην «μητέρα πατρίδα». Η Τουρκία της δεκαετίας του 1940, δεν ήταν δυνατό να συγκριθεί με την Τουρκία της δεκαετίας του 1950 και των επόμενων δεκαετιών. Όταν τα Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα με τη συνθήκη των Παρισίων τον Φεβρουάριο του 1947, δεν υπήρξε σοβαρή αντίδρασης από μέρους της  Τουρκία, παρά το ότι πάντοτε τα εποφθαλμιούσε.   Η εδαφική ακεραιότητα και η εθνική ασφάλεια της Τουρκίας απειλούνταν  από τη Σοβιετική Ένωση. Η Σοβιετική Ένωση είχε εγείρει εδαφικές αξιώσεις για τις περιοχές της ανατολικής Τουρκίας Κάρς και Άρδαχάν και απαιτούσε αναθεώρηση του συστήματος ελέγχου των Στενών. Άλλωστε, εφόσον η Τουρκία δεν είχε κατά τον πόλεμο ταχθεί με τους Συμμάχους, δεν είχε το πολιτικό και ηθικό  σθένος να αντιταχθεί στην παραχώρηση μιας σωστής αυτοκυβέρνησης στην Κύπρο. Τότε, πρωταρχική σκέψη της Τουρκίας, όπως και της Ελλάδας,  ήταν η ένταξή τους στο ΝΑΤΟ. Οι Ατλαντικοί Σύμμαχοι δεν έδειχναν μεγάλη προθυμία να τις δεχθούν και χρειάσθηκε πολύμηνη διαπραγμάτευση για να υπογραφεί η οριστική εισδοχή της Ελλάδος και της Τουρκίας στην Ατλαντική Συμμαχία στις 18 Φεβρουαρίου 1952.  Από τις αρχές του 1950, όμως, η Τουρκία, με τη συμμετοχή της στον πόλεμο της Κορέας, στο NATO και στο Σύμφωνο της Βαγδάτης, αποτέλεσε αποφασιστικό παράγοντα στο γενικότερο αμυντικό σύστημα της Δύσης στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Έκτοτε, η Τουρκία,  με αυτό το στρατηγικό «ατού», κατόρθωσε να έχει βαρύνοντα λόγο στο Κυπριακό.

Έτσι, χάθηκε η μοναδική ευκαιρία που δόθηκε στον Κυπριακό λαό να αποκτήσει, δια μέσου της αυτοκυβέρνησης, την πλήρη και γνήσια ανεξαρτησία του.  Όταν, μετά την έναρξη του ηρωικού αγώνα της ΕΟΚΑ, επανήλθαν σχέδια λύσης στη βάση της αυτοκυβέρνησης,   τα σχέδια αυτά είχαν το σπέρμα της διαίρεση, σύμφωνα με την πολιτική της Βρετανίας και της Τουρκίας που χαράχθηκε μετά την Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου του 1955 και κάθε άλλο παρά οδηγούσαν στην αυτοδιάθεση. Την ίδια φιλοσοφία είχαν και τα σχέδια,  που κατά καιρούς μάς προτείνονταν μετά τη διακοινοτική σύγκρουση του 1963 και μετά την Τούρκικη εισβολή του 1974.

(Φιλελεύθερος, 31/5/2020)