Το παρόν άρθρο γράφεται με την ευκαιρία της επετείου, αυτές τις μέρες, της γενοκτονίας των Αρμενίων από τους Τούρκους. Η δολοφονική εκστρατεία εναντίον των Αρμενίων μεταξύ των ετών 1915 και 1918, ήταν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να οδηγήσει τον τότε Αμερικανό πρόξενο στη Σμύρνη να δηλώνει ότι «από την άποψη της προμελέτης και της διάρκειας της φρίκης, και από την άποψη της έκτασης της, ξεπέρασε οτιδήποτε έχει συμβεί ως τώρα στην παγκόσμια Ιστορία». Ο αριθμός των Αρμενίων ανδρών, γυναικών και παιδιών που σκοτώθηκαν ή πέθαναν υπολογίζεται σε 1.800.000.
Την ίδια τύχη με τους Αρμένιους είχε και ο ελληνικός πληθυσμός της Δυτικής Ανατολίας και των ακτών της Μαύρης Θάλασσας (του Πόντου), που αριθμούσε περίπου 2.000.000 άτομα. Οι κοινότητες τους ήταν πανάρχαιες. Ένας αριθμός μεταξύ 750 χιλιάδων και 1 εκατομμυρίου σφαγιάστηκαν, ενώ οι υπόλοιποι εκπατρίστηκαν. Μονάχα οι θάνατοι των Ποντίων ανέρχονται στις 353 χιλιάδες. Οι μέθοδοι που εφαρμόστηκαν για την εξόντωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας ήταν οι ίδιες που εφαρμόστηκαν και στην περίπτωση των Αρμενίων. Όπως και στην περίπτωση των Αρμενίων, οι διώξεις εναντίον του ελληνικού πληθυσμού στην Ανατολία άρχισαν από την εποχή των Νεοτούρκων.
Η αυλαία του δράματος έκλεισε στη Σμύρνη το Σεπτέμβριο του 1922, όταν ο στρατός του Κεμάλ Ατατούρκ κατέλαβε την πόλη. Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι, αλλά και οι Εβραίοι είχαν την ίδια τύχη. Οι στρατιώτες του Κεμάλ, συνεπικουρούμενοι από τον Τουρκικό όχλο, αφού απέκλεισαν τις συνοικίες τους, άρχισαν τη συστηματική σφαγή των κατοίκων τους. Ύστερα τις πυρπόλησαν, για να αποτεφρώσουν τους τυχόν επιζώντες. Επίσης, οι Ασσύριοι, ένας ακόμη χριστιανικός λαός που είχε κατοικήσει στη Μικρά Ασία, απόγονοι των αρχαίων Ασσυρίων, υπέστησαν και αυτοί την ολοκληρωτική σφαγή και εξορία. Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβηκε στην Τουρκία, μεταξύ 1915 και 1922, ήταν μια εθνοκάθαρση.
Αυτή η εθνοκάθαρση που συντελέστηκε στην Τουρκία μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο αν ιδωθεί μέσα στα ιστορικά πλαίσια της προσπάθειας πρώτα των Νεοτούρκων να αποτρέψουν τον αργό θάνατο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, στη συνέχεια, του Κεμάλ Ατατούρκ να μεταλλάξει αυτήν την θνήσκουσα αυτοκρατορία σε εθνικό κράτος.
Μετά την σαρωτική τους ήττα στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13, οι Οθωμανοί έχασαν πάνω από 60% των ευρωπαϊκών εδαφών τους. Οι οθωμανικές αρχές διαμόρφωσαν τότε μία πολιτική που είχε στόχο τη μετάλλαξη της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε αμιγή τουρκική, με την ομογενοποίηση του πληθυσμού της Ανατολίας. Αυτή η ομογενοποίηση απέβλεπε πρώτον στην εξαφάνιση ή εκδίωξη των μη μουσουλμανικών λαών από την Ανατολία και δεύτερον στην αφομοίωση των μη Τούρκων μουσουλμάνων, όπως των Κούρδων και των Αράβων.
Το μεγάλο ταρακούνημα ήλθε μετά τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγκάστηκε από τους νικητές να αποδεχθεί τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών, που συνομολογήθηκε στις 20 Αυγούστου 1920. Η Συνθήκη των Σεβρών προνοούσε τον κατατεμαχισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μεταξύ άλλων, προέβλεπε την ανάθεση στην Ελλάδα της προσωρινής διοίκησης της Σμύρνης και της ενδοχώρας της. Επίσης, πρόβλεπε για την ανεξαρτησία του Κουρδιστάν και τη δημιουργία της Δημοκρατίας της Αρμενίας που περιλάμβανε αρκετά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η κατάληψη της Σμύρνης και περιοχών της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό αναζωπύρωσε τον τουρκικό εθνικισμό και συνέτεινε ώστε να εκφραστεί αυτός ο εθνικισμός σε μαχητικό «απελευθερωτικό» κίνημα, επικεφαλής του οποίου ήταν ο Μουσταφά Κεμάλ, ο μετέπειτα επονομασθείς «Ατατούρκ», δηλαδή «πατέρας των Τούρκων». Όταν, μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία το 1922, ανέλαβε την εξουσία ως πρόεδρος της νεοσύστατης Τουρκικής Δημοκρατίας ο Κεμάλ Ατατούρκ, επιδόθηκε σε μια επίπονη προσπάθεια να ολοκληρώσει το έργο της μεταμόρφωσης των πληθυσμών της τέως Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε Τουρκικό έθνος και, στη συνέχεια, να εκσυγχρονίσει το κράτος. Η εκκαθάριση της Ανατολίας από μη μουσουλμανικά στοιχεία είχε ουσιαστικά συντελεστεί με τη Μικρασιατική καταστροφή, που κατέστησε γράμμα κενό τη Συνθήκη των Σεβρών και τη θέση της πήρε η Συνθήκη της Λωζάννης. Με τη Συνθήκη της Λωζάννης την 24η Ιουλίου του επόμενου έτους, ορίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, από την οποία εξαιρέθηκαν οι έλληνες κάτοικοι Ίμβρου, Τενέδου και Κωνσταντινούπολης και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα «καθαρό» Τουρκικό έθνος και κράτος, ο Κεμάλ δεν δίστασε να στραφεί και εναντίον μουσουλμανικών πληθυσμών. Υπολογίζεται ότι υπήρχαν, εκτός από τους Τούρκους, τους Κούρδους και τους Αθιγγάνους (Ρομά), πάνω από είκοσι ακόμη μουσουλμανικές πληθυσμιακές ομάδες στη Μικρά Ασία με τις ξεχωριστές γλώσσες τους, τις θρησκευτικές αποκλίσεις τους και τις διακριτές εθνοτικές ταυτότητές τους. Οι μόνοι οι οποίοι αντιστάθηκαν σ’ αυτήν την εκστρατεία εθνικής αφομοίωσης ήταν οι Κούρδοι.
Για να εκσυγχρονίσει το νέο κράτος και να το κάνει «κοσμικό», ο Κεμάλ, που κυβέρνησε την Τουρκία για δεκαπέντε χρόνια, μέχρι το θάνατό του το 1938, επέβαλε, με σκληρά μέσα, μια σειρά από θεαματικές μεταρρυθμίσεις σ’ ένα απρόθυμο λαό. Κατήργησε τη μοναρχία και το χαλιφάτο, εισήγαγε το λατινικό αλφάβητο και την ευρωπαϊκή ενδυμασία στην Τουρκία, έδωσε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες και έδωσε σκληρή μάχη με τον αναλφαβητισμό. Δεν εκδημοκράτισε το κράτος του γιατί, απλά, δεν το επεδίωξε. Έτσι, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, προτού σβήσει, μεταλλάχθηκε σε Τουρκικό εθνικό κράτος. Όμως, δεν πρέπει ιστορικά να παραβλέπεται ότι αυτή η μετάλλαξη επιτεύχθηκε με γενοκτονίες, σφαγές και εκτοπίσεις εκατομμυρίων αθώων που ζούσαν στα εδάφη της σημερινής Τουρκίας για πάνω από 3000 χρόνια.
(Φιλελεύθερος, 28.4.2014)