Γράφοντας το παρόν άρθρο δεν έχω πρόθεση να έρθω, με οποιαδήποτε τρόπο, σε αντιπαράθεση με τον κ. Παναγιώτη Α. Λαμπίτση και να αντικρούσω τα όσα έγραψε την περασμένη Κυριακή στο άρθρο του στην «Κ» με τίτλο «10 Απριλίου» αναφορικά με το βάρβαρο απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Ούτε και να μειώσω το μεγαλείο της θυσίας του σεπτού εκείνου Πατριάρχη. Μοναδικός σκοπός μου είναι να συμπληρώσω τα όσα γράφτηκαν από τον κ. Λαμπίτση, ώστε ο αναγνώστης να έχει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των ιστορικών γεγονότων.
Όταν ολοκληρώθηκε η κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η Χριστιανική Εκκλησία υποτάχθηκε στο ισλαμικό καθεστώς. Με βάση το σύστημα που εφαρμοζόταν σε ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια, οι «ραγιάδες» (κοπάδια) ήταν οργανωμένοι σε μιλλέτια ή εθνικότητες, αυτοδιοικούμενες κοινότητες που διατηρούσαν τους δικούς τους νόμους και συνήθειες κάτω από ένα θρησκευτικό αρχηγό, τον Εθνάρχη, που ήταν υπεύθυνος έναντι της κεντρικής διοίκησης για τη διοίκηση και τη καλή συμπεριφορά του λαού του.
Το Ορθόδοξο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ήταν επικεφαλής της θρησκευτικής κοινότητας των Rum (Ρωμιών). Έτσι, δίπλα στον Ουλεμά, την ισλαμική αρχή, εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη ο Έλληνας Ορθόδοξος Πατριάρχης, ο Αρμένιος Πατριάρχης και ο Εβραίος Αρχι – Ραβί. Στη θέση του Έλληνα Ορθόδοξου Πατριάρχη, που ήταν κενή γιατί ο κάτοχός της την εγκατέλειψε και είχε φύγει στην Ιταλία το 1451, εγκαταστάθηκε από το Σουλτάνο ο μοναχός Γεννάδιος, κατά κόσμο Γεώργιος Σχολάριος, οποίος κατά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης είχε συλληφθεί και είχε γίνει σκλάβος σε ένα πλούσιο Τούρκο. Ο Γεννάδιος είχε πρωτοστατήσει εναντίον της ένωσης των δυο Εκκλησιών, της Ορθόδοξης και της Καθολικής. Ο Γεννάδιος ενθρονίστηκε Πατριάρχης τον Ιανουάριο του 1454. Ο Μωάμεθ έντυσε προσωπικά το Γεννάδιο με τα εμβλήματα του αξιώματός του, το μανδύα, την ποιμαντορική ράβδο και ένα ασημοποίκιλτο επιστήθιο σταυρό. Του δόθηκε πλήρης εξουσία πάνω στο μιλλέτι των Ρωμιών και κατατάχθηκε στη τάξη των Πασάδων με τις τρεις ουρές, με το δικό του δικαστήριο και τη δική του φυλακή στον Ελληνικό τομέα του Φαναριού.(Lord Kinross, Οι Οθωμανικοί Χρόνοι, Η άνοδος και η πτώση της Τουρκικής Αυτοκρατορίας, Μετάφραση – Έκδοση Σπύρου Ονησιφόρου, Λευκωσία 1980, σελ. 135).
Τη μεγάλη εξέγερση του 1821 δεν την προετοίμασε η ηγεσία της Εκκλησίας, που αποτελούσε, όπως προαναφέρθηκε, οργανικό τμήμα του οθωμανικού διοικητικού συστήματος, αλλά οι πολιτικοί και ιδεολογικοί της αντίπαλοι. Τα στρώματα εκείνα της Διασποράς που είχαν επηρεαστεί από τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση και η Φιλική Εταιρεία, συνεχιστές του έργου του Ρήγα.
Όταν άρχισε να διαφαίνεται ο ξεσηκωμός των Ελλήνων και είχε ξεκινήσει η εκστρατεία του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β' ζήτησε από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε' να καταδικάσει και να σωφρονίσει τους απείθαρχους υπηκόους του. Και τότε, στις 23 Μαρτίου, την ημέρα που κηρύχθηκε η Επανάσταση στην Καλαμάτα, διαβάστηκε στην εκκλησία του Πατριαρχείου ο φοβερός αφορισμός κατά των εξεγερμένων Ελλήνων. Στην αρχή, στηλιτεύεται «η αχαριστία» των Γραικών και το «κακοποιόν και αποστατικόν πνεύμα εναντίον της κοινής ημών ευεργέτιδος και τροφού κραταιάς και αηττήτου βασιλείας». «Αλαζόνες, δοξομανείς, ή μάλλον ειπείν, ματαιόφρονες» χαρακτηρίζονται ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο πατέρας του Μιχαήλ. Για τους επαναστάτες αναφέρει ότι «εφάνησαν μισογενείς, μισόθρησκοι και αντίθεοι» για «να επιφέρωσι κοινόν και γενικόν όλεθρον εναντίον παντός του γένους....». Όλους αυτούς τους αποστάτες και επαναστάτες «η Εκκλησία και το γένος τους έχει μεμισημένους, και επισωρεύει κατ' αυτών.... τας φρικωδεστάτας αράς (κατάρες) ως μέλη σεσηπότα και τους έχει αποκεκομένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής ολομελείας». Και, καταλήγοντας, τους αφορίζει «να είναι κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον άλυτοι (άλειωτοι) και τω αιωνίω υπόδικοι αναθέματι».
Το κείμενο αυτό υπογράφτηκε «επάνωθεν του ιερού θυσιαστηρίου» (Αγ. Τράπεζα) από τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριο Ε' και Ιεροσολύμων Πολύκαρπο και 21 συνοδικούς αρχιερείς. Είναι φανερό ότι το κείμενο γράφτηκε σε μια προσπάθεια κατευνασμού των Οθωμανικών αρχών, για να αποτραπούν οι εκδικήσεις. Διαβάστηκε από τον άμβωνα «φρικιώντων των ακροατών και αυτών αναμφιβόλως των υπογραψάντων», όπως λέει ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων. (Για πληρέστερη ανάπτυξη του θέματος, ο αναγνώστης παραπέμπεται στο βιβλίο μου «Αναζητώντας την αυτογνωσία», Τόμος Α΄, σελίδες 178 – 218 )
Ο αφορισμός δεν αναχαίτισε την ορμή των αγωνιστών ούτε την αγριότητα των τυράννων. Για να τρομοκρατήσουν και αποθαρρύνουν τους επαναστάτες, τα ξημερώματα του Πάσχα (10.4.1821), οι Τούρκοι απαγχόνισαν τον Γρηγόριο στην Ωραία Πύλη του Πατριαρχείου που, από τότε, μένει κλειστή. Ωστόσο, η θανάτωση του Πατριάρχη δεν είχε σχέση με οποιαδήποτε επαναστατική του δράση, «αφού ουδόλως ήτο ένοχος επί επαναστάσει», κατά τον Φιλήμονα. Ο ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης προσθέτει πως ο Γρηγόριος «όχι μόνον ουδόλως εθάρρυνε την ελληνικήν εθνεγερσίαν, αλλά και πάντοτε απέτρεπε τους προς ους διελέγετο φιλεπαναστάτας, θεωρών εθνοφθόρον το τοιούτον τόλμημα και το προς ον έτεινε σκοπόν ανεπίτευκτον». (Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (1853), Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 1971, Τόμος Α', σελ. 85).
(Καθημερινή, 17.4.2011)