Η Διάσκεψη στο Κραν Μοντάνα αποκάλυψε, για μια ακόμα φορά, τις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκία έναντι της Κύπρου. Η Τουρκία, διαχρονικά, επιδιώκει λύση που θα της παρέχει τον γεωπολιτικό έλεγχο όλης της Κύπρου. Η Τουρκία δεν αρκείται στα κατεχόμενα τα οποία ουσιαστικά έχει προσαρτήσει. Επιδιώκει να έχει υπό την επικυριαρχία της και την υπόλοιπη Κύπρο, για να την κατακτήσει όταν οι συνθήκες τής το επιτρέψουν. Αυτός είναι ο λόγος που η Τουρκία επιμένει σε μορφή εγγυήσεων. Το πρόβλημα της Κύπρου δεν είναι δικοινοτικό. Δυστυχώς, η τουρκική εισβολή και κατοχή δημιούργησαν ασφυκτικά δεδομένα και αδυσώπητες πραγματικότητες, που δεν μπορούν να ανατραπούν πλήρως. Οπωσδήποτε, δεν μπορούν να ανατραπούν με πατριωτικούς πομφόλυγες, εύηχα δημαγωγικά συνθήματα και νεφελώδεις κενολογίες.
Όμως, όπως ο γράφων επανειλημμένα υποστήριξε στην αρθρογραφία του, δεν είναι ανέφικτη η εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης που θα αποτρέψει την πλήρη πραγμάτωση των τουρκικών σχεδιασμών και την επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού. Μπορεί να μην είναι εφικτή η πλήρης αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι, όμως, εφικτή η διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ενιαίου κράτους, έστω και εδαφικά κολοβωμένου, που θα λειτουργεί σύμφωνα με τις διεθνώς κρατούσες δημοκρατικές αρχές, όπως λειτουργεί τώρα de facto με βάση το δίκαιο της ανάγκης.
Προς τούτο, η ηγεσία του τόπου θα πρέπει, επιδεικνύοντας πολιτικό θάρρος, διορατικότητα, αλλά και επαφή με την πραγματικότητα και απαλλαγμένη από ταμπού και σύνδρομα αυτοδικαίωσης, να επιδοθεί σε μια επιθετική διπλωματία, αξιοποιώντας κατάλληλα τα γεωπολιτικά ερείσματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ώστε να πεισθούν οι ηγεσίες των ΗΠΑ και των εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ότι είναι και προς το δικό τους συμφέρον η διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έτσι, θα αναγκαστεί η Τουρκία, για να ικανοποιήσει τα ευρύτερα γεωστρατηγικά της συμφέροντα, να εγκαταλείψει τις επεκτατικές της βλέψεις για όλη την Κύπρο και να έλθει σε συμφωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία στη βάση των πιο κάτω παραμέτρων:
- Η Κυπριακή Δημοκρατία, να προβεί σε αναγνώριση της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» (ΤΔΒΚ) σε αντάλλαγμα εδαφικές παραχωρήσεις, την αναγνώρισή της από την Τουρκία και την κατάργηση της Συνθήκης Εγγυήσεως. Ταυτόχρονα, να τροποποιήσει το Σύνταγμά της ώστε να αφαιρεθούν από αυτό τα «δυαδικά» στοιχεία και να λειτουργεί de jure όπως λειτουργεί τώρα de facto.
- Η Κυπριακή Δημοκρατία, που θα παραμείνει μέλος του ΟΗΕ και της ΕΕ, να συνδεθεί με το Τουρκοκυπριακό κράτος με μια σχέση που θα επιτρέπει ελεύθερη διακίνηση ανάμεσα στα δυο κράτη και συμφωνία οικονομικής και πολιτιστικής συνεργασίας μεταξύ τους. Μέσα στα πλαίσια της μεταξύ των δυο κρατών οικονομικής συνεργασίας, εντάσσεται και η σωστή διαχείριση της «ευλογίας» των υδρογονανθράκων της Κύπρου, ώστε να μην καταλήξει σε «κατάρα».
Οι πιο πάνω θέσεις του γράφοντος – που διατυπώνει εδώ και αρκετά χρόνια - για το ανέφικτο, στην περίπτωση της Κύπρου, μια οποιασδήποτε μορφής ομοσπονδιακής λύσης και την ανάγκη αναζήτησης λύσης με βάση τα μη ανατρέψιμα ασφυκτικά δεδομένα που δημιούργησε η μακροχρόνια τουρκική κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου, δεν είναι ούτε πρωτοφανείς, ούτε καινοφανείς.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1989 δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» των Αθηνών μια «τολμηρή» πρόταση του Καθηγητή Γιάννη Γ. Βαληνάκη. Ο Έλληνας Καθηγητής αφού διαπιστώνει ότι «όσο ο συσχετισμός δυνάμεων με την Τουρκία παραμένει συνολικά ο ίδιος οι διακοινοτικές συνομιλίες δεν μπορούν παρά να καταλήξουν στην οδυνηρότερη από όλες τις δυνατές λύσεις του Κυπριακού: σε μια τύποις ομοσπονδία, … όπου όλες οι σημαντικές αποφάσεις θα λαμβάνονται από κοινού και όπου, όταν κάτι τέτοιο δεν θα είναι δυνατό, να υπερισχύει πρακτικά η άποψη της προστάτιδος Τουρκίας», θέτει υπό εξέταση έστω και ως απλό «σενάριο πολιτικού παιγνίου» ή ακόμα καλύτερα, ως «διαπραγματευτικό χαρτί» την τολμηρή του πρόταση που προνοεί: Η ελληνοκυπριακή πλευρά να αναγνωρίσει το τουρκοκυπριακό «κράτος» με αντάλλαγμα τη συρρίκνωση του εδαφικού ποσοστού των Τουρκοκυπρίων στο 27-28%. (Γιάννης Γ. Βαληνάκης, Μια τολμηρή πρόταση για την Κύπρο, στην «Καθημερινή» των Αθηνών, ημερ. 24.9.1989).
Το 1995 εκδόθηκε το βιβλίο «Σκέψεις και προβληματισμοί για την εξωτερική μας πολιτική» των ε.τ πρέσβεων Βύρωνος Θεοδωροπούλου, Ευστάθιου Λαγάκου, Γεωργίου Παπούλια και Ιωάννη Τζούνη. Οι τέσσερις πρέσβεις, αφού υπογραμμίζουν ότι οι διαδικασίες που ως τώρα ακολουθήθηκαν στο Κυπριακό δεν έχουν οδηγήσει σε ικανοποιητική λύση, τονίζουν ότι «επιβάλλεται συνεπώς να μελετηθεί το ενδεχόμενο δύο χωριστών κρατών κατά τρόπο, όμως, που θα μας εξασφαλίζει τα πλεονεκτήματα - ή και ανταλλάγματα - εκείνα που θα κριθούν αναγκαία και εφικτά». (Βύρων Θεοδωρόπουλος, Ευστάθιος Λαγάκος, Γεώργιος Παπούλιας, Ιωάννης Τζούνης, Σκέψεις και προβληματισμοί για την εξωτερική μας πολιτική, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, σελίδες 80-88).
Όπως και άλλοτε τόνισα, το πρόβλημα δεν είναι υπόθεση θάρρους και αγωνιστικότητας, αλλά σωστής ανάγνωσης του συσχετισμού δυνάμεων και επιλογής πολιτικών που κινούνται πιο κοντά στο χώρο του εφικτού παρά στις επιθυμίες του ευκταίου.
Αυτές τις δύσκολες ώρες, καλείται η πολιτική ηγεσία να ακολουθήσει τη συμβουλή του Ελευθερίου Βενιζέλου ο οποίος στη πολυκύμαντη πολιτική ζωή του δοκίμασε και αρκετές αντιξοότητες. Αλλά και για τις δύσκολες αυτές στιγμές είχε τη «συνταγή»: «.... N' αντικρύζωμεν τα πράγματα ως έχουν. Όχι αισθηματολογικώς. Να είμεθα θετικοί. N' αφίσωμεν τους θρύλους. …. H φρόνησις, η διορατικότης, η προορατικότης, η επαφή με την πραγματικότητα. Ιδού τι θα μας βοηθήση θετικά να επανορθώσωμεν ό,τι είναι επανορθώσιμον».
(Φιλελεύθερος, 16/7/2017)