Όπως έγραψα και σε προηγούμενο άρθρο μου ημερ. 5.1.2014, ο όρος «συνιστώντα κράτη» (constituent states) απαντάται το πρώτον στο σχέδιο Ανάν ΙΙΙ και συνεχίζει να χρησιμοποιείται και στα επόμενα.
Ενώ προηγουμένως γινόταν λόγος για «συστατικά κράτη» (component states), από το σχέδιο ΙΙΙ και μετά γίνεται μνεία του όρου «συνιστώντα κράτη»(constituent states). Η διαφορά είναι τεράστια. «Συνιστώντα κράτη»(constituent states) σημαίνει κράτη που θα καθιδρύσουν το νέο κράτος, ενώ «συστατικά κράτη» (component states) σημαίνει τα κράτη που θα αποτελέσουν τα μέρη του νέου κράτους. Για να αντιληφθεί κάποιος τη σημασία αυτής της αλλαγής θα πρέπει να ανατρέξει στο ιστορικό της. Εμπνευστής του όρου των «constituent states», που δεν απαντάται σε κανένα σύγγραμμα συνταγματικού δικαίου, ήταν ο τότε Sir David Hannay, ο σημερινός Lord Hannay of Chiswick. Την ανακάλυψε στο σύνταγμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, στο μόνο σύνταγμα στο οποίο γινόταν μνεία του όρου αυτού, και την εισηγήθηκε στον Alvaro de Soto, τότε ειδικό αντιπρόσωπο του γ.γ. του ΟΗΕ, όπως αναφέρει στο βιβλίο του: Cyprus, The Search for a Solution, 2005. Στο πολύ ενδιαφέρον και χρήσιμο για τους μελετητές του Κυπριακού βιβλίο του, ο David Hannay είναι αρκετά αποκαλυπτικός για το πώς υιοθετήθηκε ο πιο πάνω όρος και, το πιο σημαντικό, σε τι η υιοθέτηση του όρου αυτού απέβλεπε. Ήταν μια από τις «εποικοδομητικές ασάφειες» για τις οποίες επαίρεται. Όπως αναφέρει στις σελίδες 151 και 152, κατά το 2001, προτού ετοιμαστεί η πρώτη εκδοχή του σχεδίου Ανάν, υπήρχε μεγάλη διάσταση απόψεων μεταξύ των δυο πλευρών στα θέματα της συνέχειας, του καθεστώτος (status) και της κυριαρχίας. Για το πρώτο θέμα, η ελληνική πλευρά επεδίωκε τη συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ η τουρκική επεδίωκε τη σύσταση ενός νέου κράτους από δυο ιδρυτικά κράτη, ένα από τα οποία θα ήταν η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Εφευρέθηκε τότε από τα Ηνωμένα Έθνη η ιδέα της «παρθενογένεσης» της νέας Κύπρου. Με βάση την ιδέα αυτήν, η νέα Κύπρος θα ήταν πολιτικά νέο κράτος, αλλά νομικά δεν θα ήταν νέο κράτος και ως στοιχεία συνέχειας θα ήταν η διατήρηση σε ισχύ ο’τι είχε θεσπιστεί και από τις δυο πλευρές από το 1963 μέχρι την έγκριση με δημοψηφίσματα της συνολικής λύσης. Ως προς το θέμα της κυριαρχίας, για το οποίο ο Ντενκτάς και οι Τούρκοι έδιναν μεγάλη σημασία, οι τουρκικές προτάσεις δεν γίνονταν αποδεκτές από την ελληνική πλευρά και, ιδιαίτερα, η θέση ότι η κυριαρχία του κοινού κράτους «θα εκπηγάζει από τα συστατικά κράτη» (emanating from the componet states). Η ελληνική πλευρά ζητούσε όπως κυριαρχία θα είχε μόνο το κοινό κράτος και καμιά κυριαρχία δεν θα είχαν τα συστατικά κράτη. Ήταν τότε που ο David Hannay εισηγήθηκε στον Alvaro de Soto την ιδέα όπως ο όρος «συστατικά κράτη» (component states), αντικατασταθεί με τον όρο «συνιστώντα κράτη»(constituent states). Όπως αναφέρω πιο πάνω, η ιδέα αυτή υιοθετήθηκε κατά τον καταρτισμό του σχεδίου ΙΙΙ και, στη συνέχεια, του τελικού που τέθηκε στα δημοψηφίσματα. Αναφερόμενος στο άρθρο 1 του σχεδίου ΙΙΙ, ο David Hannay στη σελίδα 208 αναφέρει ότι αφού εγκαταλείφθηκαν τα παλιά σκευάσματα (old placebos) του «κοινού» (common) κράτους και των «συστατικών»( component) κρατών, προβλέφθηκε ότι η «Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος με μια μόνη διεθνή νομική προσωπικότητα και μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση και αποτελείται από δυο «συνιστώντα κράτη» (constituent states), το Ελληνικό Κυπριακό Κράτος και το Τουρκικό Κυπριακό Κράτος». Συνεχίζοντας ανέφερε ότι αυτή η «σολομώντεια απόφαση» πρόσφερε στους Ελληνοκύπριους την «ομοσπονδιακή ετικέτα» (federal label) στην οποία πάντα επέμεναν και «στους Τουρκοκύπριους την ιδέα των συνιστώντων κρατών και ένα πολύ ελκυστικό όνομα για το κράτος τους. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η παρθενογένεση είχε επιτευχθεί» (…. the Turkish Cypriots getting the concept of constituent states and a very attractive name for their own state. It could be said that parthenogenesis had been achieved). Η αναφορά σε «συνιστώντα κράτη» (constituent states), που μεταφράζονται για μετριασμό των εντυπώσεων σε «συνιστώσες πολιτείες», γίνεται στην «Κοινή Δήλωση» των Χριστόφια-Ταλάτ της 23ης Μαΐου 2008 και στην «Κοινή Διακήρυξη» των Αναστασιάδη-Έρογλου της 11ης Φεβρουαρίου 2014. Πολλά έχουν γραφτεί και λεχθεί για το περιεχόμενο της τελευταίας. Δεν θα εμπλακώ σ’ αυτήν την αχρείαστη συζήτηση, εφόσον συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις. Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, για να καθησυχάσει την κοινή γνώμη, επιστράτευσε βρετανικούς οίκους διεθνολόγων που γνωμάτευσαν ότι η διευθέτηση στην κοινή διακήρυξη «δεν θα επηρεάσει την συνέχιση της Κύπρου ως κράτος στο διεθνές δίκαιο και ότι σ’ αυτή δεν προβλέπεται ότι «το νέο ομοσπονδιακό σύνταγμα θα σηματοδοτήσει τη δημιουργία ενός νέου κράτους ή το τέλος της Κυπριακής Δημοκρατίας». Όμως, το πρόβλημα δεν είναι να πειστούμε οι ελληνοκύπριοι για την ορθότητα της πιο πάνω ερμηνείας της κοινής διακήρυξης, αλλά και ο συνομιλητής μας. Οι έγκριτοι νομικοί βασίστηκαν στην παράγραφο 3 της κοινής διακήρυξης που προβλέπει ότι «η ενωμένη Κύπρος, ως μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έχει μία και μόνη διεθνή νομική προσωπικότητα ….». Υπάρχει, όμως, και η παράγραφος 4 που προβλέπει ότι «το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα θα ορίζει ότι η ενωμένη Κυπριακή Ομοσπονδία θα αποτελείται από δύο συνιστώσες πολιτείες ισότιμου καθεστώτος». Η άλλη πλευρά, βασιζόμενη προφανώς στην παράγραφο 4, υποστηρίζει μια ερμηνεία εκ διαμέτρου αντίθετη από αυτή που έδωσαν οι έγκριτοι νομικοί. Έτσι, ο Έρογλου τονίζει ότι η κυριαρχία θα μοιραστεί ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους και στους Ελληνοκύπριους, ενώ προσθέτει ότι «στον νέο συνεταιρισμό θα υπάρχουν δυο ιδρυτικά κράτη. Αυτά θα είναι ίσα» και ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών δηλώνει ότι «έγινε αποδεκτό ένα κείμενο το οποίο λαμβάνει υπόψη τις βασικές αρχές που υιοθετεί η τουρκική πλευρά, για μια λύση βασισμένη στα δύο ιδρυτικά κράτη». Επανειλημμένα το τόνισα και θα το επαναλάβω: τις ασάφειες στις διεθνείς συμφωνίες δεν είναι οι διεθνολόγοι ή οι συνταγματολόγοι που τις ερμηνεύουν, αλλά οι ισχυροί.
( Φιλελεύθερος, 27.4.2014)