Αναμφισβήτητα, πριν από τη Τούρκικη εισβολή δεν υπήρχαν στην Κύπρο οι προϋποθέσεις για την υιοθέτηση δικοινοτικού ομοσπονδιακού συστήματος. Εφόσον οι δυο κοινότητες ήταν διάσπαρτες σε ολόκληρη την Κύπρο, η λειτουργία ομοσπονδιακού συστήματος θα προαπαιτούσε την αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμού.
Η Τούρκικη εισβολή δημιούργησε αδυσώπητες πραγματικότητες, Αυτές τις πραγματικότητες η ελληνοκυπριακή ηγεσία ανεγνώρισε κατά τρόπον πανηγυρικό στην πρώτη «Συμφωνία Κορυφής» στις 12.2.1977, όπου έγινε ο μέγας «οδυνηρός», όπως τον αποκαλούμε, συμβιβασμός και ο Μακάριος δέχτηκε τη λύση της δικοινοτικής ομοσπονδίας. Δέχτηκε και τη «διζωνική» ομοσπονδία, αφού δέχτηκε να συζητηθεί «το έδαφος το οποίο θα είναι υπό τη διοίκηση της κάθε κοινότητας» («The territory under the administration of each community»). Με άλλα λόγια, αναγνωρίστηκε ότι κάθε κοινότητα θα έχει τον ουσιαστικό έλεγχο της γεωγραφικής περιφέρειας που θα της παραχωρηθεί, πράγμα που προϋποθέτει την πληθυσμιακή υπεροχή σε αυτήν. Τούτο συνεπάγεται περιορισμούς στις βασικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων πράγμα που αναγνωρίζεται, άλλωστε, στην παράγραφο 3 της Συμφωνίας. Στην παράγραφο αυτή ρητά αναφέρεται ότι τα θέματα αυτά «είναι ανοικτά για συζήτηση, λαμβάνοντας υπόψη τη θεμελιώδη βάση για ένα δικοινοτικό ομόσπονδο σύστημα και ορισμένες πρακτικές δυσκολίες που θα εγερθούν για την τουρκοκυπριακή κοινότητα». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δικοινοτική ομοσπονδία, που συμφωνήθηκε, συνεπαγόταν διαχωρισμό των πολιτών με βάση εθνικά και φυλετικά κριτήρια.
Η ελληνοκυπριακή ηγεσίας αποδέχθηκε τη λύση ομοσπονδίας, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε σοβαρή επιστημονική μελέτη για την έννοια και το περιεχόμενο αυτής της μορφής διακυβέρνησης και χωρίς αντίληψη των αναπόφευκτων συνεπακόλουθων που ενείχε η αποδοχή μιας τέτοιας λύσης. Η όλη μετέπειτα συμπεριφορά της ελληνοκυπριακής ηγεσίας καταδεικνύει ότι είτε δεν είχε κατανοήσει την έννοια της ομοσπονδίας, όπως την αντιλαμβάνεται διεθνώς η νομική επιστήμη, είτε θεωρούσε εαυτήν ικανή με διάφορους δικολαβισμούς να την αλλάξει και να της δώσει ...σωστό περιεχόμενο. Έκτοτε, τα τετελεσμένα της εισβολής μας κυνηγούν. Τα συναντούμε στα διάφορα σχέδια των Γενικών Γραμματέων του Ο.Η.Ε και στα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Είναι προφανές, με βάση τα όσα αναπτύχθηκαν στο άρθρο μου στις 19.12.2010, ότι η βιωσιμότητα και η λειτουργικότητα οποιασδήποτε λύσης «δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας» που θα προκύψει εξαρτάται κυρίως και πάνω από όλα από τη θέληση των δύο κυπριακών κοινοτήτων να ζήσουν μαζί, με πνεύμα συνδιαλλαγής. Αυτό το προαπαιτούμενο είναι στην περίπτωση της Κύπρου εκ των ων ουκ άνευ, αν ληφθεί υπόψη ότι το ομοσπονδιακό κράτος θα είναι δικοινοτικό. Θα το συναποτελούν μόνο δυο ομόσπονδα κράτη και κάθε ένα από αυτά θα ανήκει στην μια από τις δυο εθνικές κοινότητες οι οποίες θα αναχθούν σε κρατικούς θεσμούς. Στις περιπτώσεις που το ομοσπονδιακό κράτος αποτελείται μόνο από δυο μέρη και δεν υπάρχει σε αυξημένο βαθμό πνεύμα συνδιαλλαγής και αμοιβαία εμπιστοσύνη, τα αδιέξοδα θα είναι αναπόφευκτα και αυτά τα αδιέξοδα οδηγούν στην παράλυση του κράτους.
Τέτοια προαπαιτούμενα δεν υπάρχουν εδώ και αρκετό καιρό στην Κύπρο. Δεν υπήρχαν όταν άρχισε τη ζωή της η Κυπριακή Δημοκρατία της οποίας η συνταγματική διάρθρωση διέπεται από δικοινοτικό πνεύμα και στηρίζεται στην ύπαρξη όχι ενός λαού αλλά των δυο κοινοτήτων Υπήρχε και υπάρχει μεταξύ των δυο κοινοτήτων της Κύπρου αμοιβαία καχυποψία και δυσπιστία. Αυτά τα διαπίστωσε και ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Ζοζέπ Μπορέλ, όταν επισκέφθηκε την Κύπρο το 2005, , σημειώνοντας πως τα ψηλότερα τείχη και τα πιο επικίνδυνα δεν είναι κτισμένα από τούβλα αλλά από προκατάληψη. «Θα πρέπει να σπάσουμε αυτό το φαύλο κύκλο της καχυποψίας και ο μόνος τρόπος να το κάνουμε αυτό είναι μέσα από το διάλογο, που για τόσα χρόνια μάθαμε να κάνουμε στην Ευρώπη», είπε ο τότε πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου.
Είναι τρομακτικά τα συμπεράσματα που προκύπτουν από μια δημοσκόπηση που διενήργησε η διεθνής μη κυβερνητική οργάνωση Ιnterpeace- Ιnternational Ρeace- Βuilding Αlliance, που εδρεύει στη Γενεύη, σε συνεργασία με το Πρόγραμμα Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών και την Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Κύπρο, που αναφέρει ο Γιάννης Καρτάλης σε άρθρο του στο «Βήμα» των Αθηνών στις 17.12.2010 με τίτλο «Το ερώτημα». Η δημοσκόπηση αποκαλύπτει ότι το 92% των Ελληνοκυπρίων προτιμά τη λύση του ενιαίου κράτους, ενώ το 90% των Τουρκοκυπρίων προτιμά τα δύο κράτη. Τα σενάρια λύσης συμφωνημένης διχοτόμησης, ενώ είναι απαράδεκτα για τη μεγάλη πλειονότητα των Ελληνοκυπρίων, είναι οριακά προτιμότερα από τη συνέχιση του σημερινού status quo. Αντίθετα, για τους Τουρκοκυπρίους ένας συμφωνημένος διαχωρισμός όπου και τα δύο κράτη θα είναι εντός της ΕΕ είναι το ιδανικό σενάριο (79%), που τυγχάνει περισσότερης αποδοχής ακόμη και από την τουρκοκυπριακή εκδοχή της oομοσπονδίας (69%).
Αυτό, όμως, που επιβεβαιώνει την αμοιβαία καχυποψία και την έλλειψη εμπιστοσύνης στις εκατέρωθεν προθέσεις είναι η ιδέα ότι η άλλη πλευρά δεν θα αποδεχθεί ποτέ τους πραγματικούς συμβιβασμούς και τις παραχωρήσεις που απαιτούνται για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση. Αυτό πιστεύει το 84% των Ελληνοκυπρίων και το 70% των Τουρκοκυπρίων, ενώ σε ανάλογα ποσοστά κυμαίνεται και η πεποίθηση ότι η άλλη πλευρά δεν θα τιμήσει την υπογραφή της (82% των Ελληνοκυπρίων και 68% των Τουρκοκυπρίων).
Πέραν, όμως, από την ύπαρξη αμοιβαίας καχυποψίας και εμπιστοσύνης και άλλοι λόγοι θέτουν υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα μιας ομοσπονδιακής λύσης στην Κύπρο. Για τους λόγους αυτούς θα ασχοληθώ στο επόμενο άρθρο μου.
(Καθημερινή, 9.1.2011)