Η πρόσφατα παρατηρούμενη προσπάθεια από μέρους της Τουρκίας -  όπως αυτή εκδηλώθηκε  στο περιθώριο του Άτυπου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Βουδαπέστη - για αναθέρμανση των σχέσεών της με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), επαναφέρει στην επικαιρότητα το θέμα που είναι ο τίτλος του παρόντος άρθρου.

Οι ευρωπαϊκές αξίες, που συνθέτουν την ευρωπαϊκή ταυτότητα και το ιδεώδες για μια ενωμένη Ευρώπη, άρχισαν να διαπλάσσονται μετά την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό και έχουν τις ρίζες τους, όπως αναλύεται στο πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο μου «Αναζητώντας την Ευρωπαϊκή Ταυτότητα», στην αρχαία Αθήνα και την αρχαία Ρώμη.

Οι ευρωπαϊκές αξίες, συνθέτουν το θεμέλιο της πολιτικής ταυτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).  H EΕ αποτελεί μια πολιτική οντότητα που έχει ως βάθρο τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου, την ανοχή στη διαφορετικότητα, τον διαχωρισμό κράτους και Εκκλησίας, το πρότυπο οικονομίας και κοινωνικού κράτους και τον νέο επαναπροσδιορισμό της εθνικής κυριαρχίας.

Τα κριτήρια για την προσχώρηση μιας ευρωπαϊκής χώρας στην ΕΕ (γνωστά ως κριτήρια της Κοπεγχάγης) καθιερώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης το 1993 και ενδυναμώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Μαδρίτης το 1995. Εκτός από τα οικονομικά κριτήρια, βασικά κριτήρια είναι η «σταθερότητα των θεσμών που εγγυώνται τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα δικαιώματα του ανθρώπου και τον σεβασμό και την προστασία των μειονοτήτων» και η «ικανότητα ανάληψης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ιδιότητα του μέλους, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας να εφαρμόζουν αποτελεσματικά τους κανόνες, τα πρότυπα και τις πολιτικές που αποτελούν το σύνολο της νομοθεσίας της ΕΕ», γνωστό ως «κοινοτικό κεκτημένο» καθώς και «η προσήλωση στους στόχους της πολιτικής, οικονομικής και νομισματικής ένωσης».

Το ερώτημα αν η Τουρκία ανήκει  στον ευρωπαϊκό χώρο, ώστε να μπορεί να ενταχθεί στην ΕΕ, έχει ακαδημαϊκή μόνο σημασία,  αφού πολιτικά έχει απαντηθεί από το 1949 όταν η Τουρκία έγινε μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και, οπωσδήποτε, το 1964 με  την υπογραφή της συμφωνίας σύνδεσης της Τουρκίας με την τότε ΕΟΚ. Ακολούθησε η  υπογραφή το 1995 της συμφωνίας για  Τελωνειακή Ένωση και, τελικά, η ομόφωνη απόφαση που λήφθηκε στις  17 Δεκεμβρίου 2004 για έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Τότε, η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν μέλος της ΕΕ.

Από γεωγραφική και ιστορική άποψη, η Τουρκία, ασφαλώς, δεν ανήκει στον ευρωπαϊκό χώρο. Ένα μικρό μόνον τμήμα του εδάφους της βρίσκεται στην ευρωπαϊκή ήπειρο και η ιστορική της εξέλιξη δεν ακολούθησε την πορεία των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Αυτά υποστήριξε και ο  Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εστέν,  πρώην Πρόεδρος της Γαλλίας που υπήρξε o Πρόεδρος της Συντακτικής Συνέλευσης για το Μέλλον της Ευρώπης, σε άρθρο του, που δημοσιεύθηκε στο «Βήμα» των Αθηνών στις 24 και 25 Νοεμβρίου 2004. Στο άρθρο του ο Ζισκάρ ντ' Εστέν κατέθεσε τις αντιρρήσεις του για πλήρη ένταξη της Τουρκίας, εισηγούμενος όπως « οι μελλοντικές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία δεν θα πρέπει να είναι επικεντρωμένες στην ένταξη … Το Δεκέμβριο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα πρέπει να λάβει απόφαση για έναρξη διαπραγματεύσεων οι οποίες να αποσκοπούν στη δημιουργία κοινής ζώνης οικονομικής ευημερίας και στην εγκατάσταση μόνιμων δομών πολιτικής συνεργασίας -πράγματα που αποτελούν βασικά συστατικά ενός προνομιακού συνεταιρισμού μεταξύ της Τουρκίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Οι αντιρρήσεις του Ζισκάρ ντ' Εστέν δεν έπιασαν τόπο και στις  17 Δεκεμβρίου 2004 λήφθηκε η απόφαση  για έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Προηγήθηκε η απόφαση στη Συνάντηση Κορυφής στο Ελσίνκι στις 10/11 Δεκεμβρίου του 1999, με την οποία η Τουρκία κατέστη υποψήφια προς ένταξη χώρα. Ακολούθησε η απόφαση στις 12 και 13 Δεκεμβρίου 2002 στην οποία το Συμβούλιο, αφού αναφέρεται στην απόφαση που έλαβε το 1999 στο Ελσίνκι και  «χαιρετίζει ένθερμα τα σημαντικά βήματα που έχει πραγματοποιήσει η Τουρκία προς την κατεύθυνση της πλήρωσης των κριτηρίων της Κοπεγχάγης», παραπέμπει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου 2004, «το οποίο θα αποφασίσει,  βάσει έκθεσης και σύστασης της Επιτροπής, αν η Τουρκία πληροί τα πολιτικά κριτήρια της Κοπεγχάγης, ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να αρχίσει χωρίς καθυστέρηση ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία». Στις  17 Δεκεμβρίου 2004 λήφθηκε, όπως προαναφέρθηκε,  η απόφαση  για έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η παράκαμψη των κριτηρίων  της γεωγραφίας, της ιστορίας και της θρησκείας, καθώς και των οικονομικών κριτηρίων. Με ποια δικαιολογία, όμως, παρακάμφθηκαν τα σοβαρά δημοκρατικά ελλείμματα που παρατηρούνταν και παρατηρούνται στην Τουρκία; Υπό την πίεση και της Ουάσιγκτον - που επεδίωκε την ενίσχυση της «πέμπτης φάλαγγας», της οποίας ηγείτο η Βρετανία, στους κόλπους της ΕΕ - οι περισσότερες κυβερνήσεις της ΕΕ προσπάθησαν να φιλοτεχνήσουν την εικόνα μιας Τουρκίας, που αργά αλλά σταθερά συγκλίνει προς τις ευρωπαϊκές αρχές κι αξίες. Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα στην Τουρκία ήταν πάντα η εφαρμογή των νόμων και ο σεβασμός αυτών των αξιών, στις οποίες προεξάρχουσα θέση κατέχει ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτές οι αξίες αποτελούν το βάθρο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε το οικοδόμημα του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού. Τα δημοκρατικά ελλείμματα υπήρχαν στην Τουρκία και το 2004 και εξακολουθούν να υπάρχουν. Οπωσδήποτε, η Τουρκία δεν πληρούσε τότε και εξακολουθεί να μην πληροί τα κριτήρια που της έχουν τεθεί.  Πολύ απέχει  από το να είναι έτοιμη να τεθεί σε τροχιά ένταξης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επρόκειτο για μια απόφαση η οποία απέβλεπε στην εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων, παραβλέποντας τα κριτήρια που είχαν προηγουμένως τεθεί.

Μετά τις πιο πάνω αποφάσεις σε σχέση με την Τουρκία και, ειδικά, μετά την απόφαση στο Ελσίνκι το 1999, δημιουργήθηκε ένα κλίμα ευφορίας στη Λευκωσία και στην Αθήνα και διαμορφώθηκε μια στρατηγική με στόχο να καταστεί η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας «καταλύτης» στο Κυπριακό και στα Eλλαδοτουρκικά. 

Το κλίμα ευφορίας δεν άντεξε στον χρόνο. Τα τελευταία χρόνια, η στάση της μεγάλης πλειοψηφίας των κρατών – μελών της ΕΕ έναντι του τουρκικού αιτήματος για ένταξη, έχει αλλάξει ριζικά. Εδώ και αρκετά χρόνια, μια ομάδα ισχυρών κρατών όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Αυστρία, εκφράζοντας τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης των χωρών τους,  δεν επιθυμούν την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, αλλά μια  «προνομιακή σχέση». Έτσι, επανήλθε στο προσκήνιο η  προαναφερθείσα θέση του Ζισκάρ ντ' Εστέν.  Διότι η Τουρκία, ως πλήρες μέλος της ΕΕ, θα ανατρέψει άρδην τις ισορροπίες δυνάμεων που τόσο δύσκολα καθορίστηκαν αρχικά στη Νίκαια και έπειτα στη Λισσαβόνα. Αυτό το γνωρίζει εδώ και καιρό η Τουρκία.   Για το λόγο αυτό, και η Τουρκία δεν είναι διατεθειμένη να αναθεωρήσει, έστω και στο ελάχιστο,  την επεκτατική της πολιτική και να εγκαταλείψει τους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους της. Σχετικό με το θέμα τούτο, είναι το άρθρο μου στον «Φιλελεύθερο» ημερομηνίας 7/8/2016.

 Στα συμπεράσματα των τελευταίων συνόδων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου διαπιστώνεται ότι οι διαπραγματεύσεις προσχώρησης της Τουρκίας έχουν ουσιαστικά περιέλθει σε στασιμότητα και  γίνεται αναφορά στη συνεχιζόμενη οπισθοδρόμησης από μέρους της Τουρκία στους τομείς της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Επίσης, επικρίνονται οι ενέργειες της Τουρκίας κατά της Κύπρου.

Δυστυχώς, η στάση των εταίρων μας περιορίζεται μόνο στις διακηρύξεις και στα ευχολόγια. Ουδείς λόγος για σοβαρές κυρώσεις ή λήψη άλλων μέτρων. Άλλο Ουκρανία και άλλο Κύπρος. Άλλο Ρωσία και άλλο Τουρκία. Ουαί τοις αδυνάμοις!

Όμως, θα μπορούσε ένας να υποστηρίξει ότι είμαστε συνεργοί σ’ αυτή τη χαλαρή στάση. Αντί να υποδεικνύομε στους εταίρους μας την πραγματική διάσταση του προβλήματος, χρησιμοποιώντας το πλούσιο νομικό οπλοστάσιο που διαθέτουμε, το αφήσαμε να σκουριάσει και ατενίζουμε σ’ αυτούς, ως σημαία αγώνα, τη λύση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας που  οδηγεί στην τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου, όπως είναι και ο διαχρονικός στόχος της Τουρκίας.

Αρκούμαι μόνο σ’ αυτή την επισήμανση, γιατί η ανάπτυξη και ο σχολιασμός της πολιτικής που ακολουθεί η ηγεσία μας στο εθνικό μας ζήτημα δεν έχουν θέση στο παρόν κείμενο.

(Φιλελεύθερος, 29/12/2024)