Κάποια δημοσιεύματα και κάποιες ομιλίες και δηλώσεις, που έγιναν πρόσφατα, υπήρξαν το έναυσμα για να διατυπωθούν οι παρακάτω γραμμές για το τεράστιο θέμα του λαϊκισμού, που ταλανίζει, διαχρονικά, τον δύσμοιρο τόπο μας. Είχα αγγίξει το θέμα παρεμφερώς στο προηγούμενο άρθρο μου, που δημοσιεύθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου με τίτλο: «Περί γνησίου και υγιούς πατριωτισμού».

Για τον  λαϊκισμό είναι δύσκολο να δοθεί ένας γενικός ορισμός του και, μάλιστα, στις μέρες μας που ο λαϊκισμός εμφανίζεται και «μεταμφιεσμένος». 

Η κυριότερη μορφή του είναι ο πολιτικός λαϊκισμός. Ο πολιτικός λαϊκισμός είναι η επίκληση από τους πολιτικούς των συμφερόντων ενός λαού, ο έπαινος και η κολακεία των αδυναμιών και των ελαττωμάτων του, για να αποκομίσουν πολιτικά ή άλλα οφέλη. Βήμα των λαϊκιστών είναι, κατά κανόνα, το Κοινοβούλιο. Στην ενάσκησή του λαϊκισμού, θεωρείται δημοφιλής η πλειοδοσία σε μειωτικά σχόλια, ο σαρκασμός και η χλεύη, επειδή αρέσουν σ' ένα ακροατήριο πολιτικά ανώριμων πολιτών.

Το προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης, που ισχύει στον τόπο μας, δεν βολεύει τους λαϊκιστές. Η συστηματική και κατά συρροή επέμβαση της Βουλής στις εξουσίες και αρμοδιότητες των άλλων συντεταγμένων εξουσιών  και αρχών, έχει ως γενεσιουργό αιτία τον λαϊκισμό. Ο μελετητής του κυπριακού Συνταγματικού Δικαίου θα βρει μια πλουσιότατη νομολογία στο θέμα της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, μιας από τις πιο θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματός μας, που κατά κόρο έχει παραβιάσει η Βουλή, θεσπίζοντας νόμους που κρίθηκαν αντισυνταγματικοί.

Αρκετές φορές, οι λαϊκίζοντες βουλευτές αναλαμβάνουν, είτε ατομικά είτε ομαδικά, ρόλο επαΐοντα  χωρίς να διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η ενασχόληση της Βουλής με το θέμα της απαγόρευσης της χρήσης κινητών τηλεφώνων από τους μαθητές στην ώρα του μαθήματος.  Για ένα θέμα που οι άλλες χώρες το έλυσαν ριζικά με απαγορευτικά μέτρα, βασιζόμενες σε μελέτες ειδικών, οι βουλευτές μας έδραξαν την ευκαιρία να το επιληφθούν, με προφανή σκοπό τον εντυπωσιασμό και την άγρα κομματικής πελατείας. Μερικοί έφθασαν στο σημείο να ισχυριστούν ότι το μέτρο της απαγόρευσης θα επιβάλει αστυνομικό κράτος και θα μετατρέψει τους εκπαιδευτικούς σε αστυνομικούς.  

Σε άλλες περιπτώσεις, αναλαμβάνουν ρόλο ντετέκτιβ, δικαστή και εισαγγελέα, χωρίς να διαθέτουν τις κατάλληλες υπηρεσίες, αλλά ούτε και το εχέγγυο της αντικειμενικότητας. Στήνουν λαϊκά δικαστήρια, παραβιάζοντας το τεκμήριο της αθωότητας και υποκαθιστώντας το με το … «τεκμήριο της ενοχής». Σε ένα περιβάλλον απέραντης σύγχυσης και ψευδαισθήσεων, με τη βοήθεια των μέσων ενημέρωσης, ο ξέφρενος, πολύχρωμος λαϊκισμός στοχοποίησε και ενοχοποίησε όποιον είχε το θάρρος να πάει ενάντια στο ρεύμα.

Για τον πολιτικό, τον καλυπτόμενο πίσω από τη βουλευτική ασυλία, δεν υπάρχουν φραγμοί. Μπορεί να φτάσει και μέχρι ύβρεων και συκοφαντιών. Είναι, εν προκειμένω, χαρακτηριστική η πιο κάτω συμπεριφορά την οποία σχολίασα στο προαναφερθέν άρθρο μου. Πρόκειται για τους ανοίκειους ισχυρισμούς που εκστομίστηκαν, στις 18 Σεπτεμβρίου, από δυο ευρωβουλευτές και αριθμό βουλευτών κατά των μελών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου τα οποία, ενεργώντας ως μέλη του Συμβουλίου, εκδώσαν την απόφαση για παύση του τέως Γενικού Ελεγκτή. Δεν επρόκειτο περί κριτικής της δικαστικής απόφασης, την οποία δεν είχαν διαβάσει, αλλά περί ανυπόστατων ισχυρισμών που καθάπτονται της τιμής και της υπόληψης των εν λόγω δικαστών.

Έτσι, η πολιτική γίνεται θέαμα και ακρόαμα, άμεσο, ζωντανό και, καμιά φορά, πεζοδρομιακό. Προβάλλονται η αγένεια, ο φανατισμός και, μερικές φορές, η βλακεία. Ωραίες λέξεις και έννοιες  όπως «δημοκρατία», «δικαιοσύνη», «εντιμότητα», «ισότητα», έχουν κακοποιηθεί στο βωμό του λαϊκισμού και έγιναν συνθήματα για να εξυπηρετηθεί η ψηφοθηρία. Για να συγκινήσουν, εκτός από τα  κομματόσκυλα, και τους αφελείς.

Όπως σημείωσα στο προαναφερθέν άρθρο μου, η πατριδοκαπηλία αποτελεί τη χειρίστη μορφή λαϊκισμού. Ο λαϊκισμός, με αυτή τη μορφή, ασκείται ως επάγγελμα από αρκετούς πολιτικούς. Δεν έχει πολιτική ταυτότητα. Μπορεί να είναι δεξιός, αριστερός, κεντρώος, οικολογικός, νεοφασιστικός κτλ. Στον τόπο μας, το επάγγελμα του πατριώτη αποδείχθηκε πολύ προσοδοφόρο. Υπάρχει, προς τούτο,  το πρόσφορο έδαφος,  που καλλιέργησαν η πικρία και η απελπισία του λαού μας από την εθνική τραγωδία του 1974. 

Λαϊκίστικα είναι και τα ελατήρια που, ενίοτε, ωθούν τους πολιτικούς μας να ασχολούνται με ασήμαντα θέματα και να καβγαδίζουν, όπως κάποτε οι Αβδηρίτες, «περί όνου σκιάς». Άσχετα, αν ο τόπος ταλανίζεται από πελώρια προβλήματα. Αρκεί, αυτά τα θέματα να προσφέρονται για αύξηση της κομματικής πελατείας. «Των οικιών ημών εμπιμπραμένων ημείς άδομεν» έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, για τους οποίους είμαστε πολύ υπερήφανοι.  Δυστυχώς,  η ρήση αυτή απεικονίζει πλήρως την πραγματικότητα που ζούμε σήμερα στη χώρα μας από τη συμπεριφορά των πολιτικών μας. Με τη διαφορά ότι οι πολιτικοί μας δεν άδουν μόνο,  αλλά και βυζαντινολογούν. Σύμφωνα με το Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη, «βυζαντινολογώ» σημαίνει «κάμνω ατέρμονες και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο συζητήσεις. Θα αρκεστώ να αναφερθώ μόνο σε ένα παλαιό παράδειγμα. Η Επιτροπή Θεσμών και Αξιών της Βουλής,  στο ζήλο της να προασπίσει τους θεσμούς και της αξίες του τόπου, συνήλθε τον Δεκέμβριο του 2010 για να επιληφθεί της καταγγελίας του Εισαγγελέα κ. Σ. Μ.  εναντίον του άμεσα προϊστάμενου του Βοηθού  Γενικού  Εισαγγελέα κ. Α.Π. για άδικη και μεροληπτική αξιολόγηση και καταπιεστική συμπεριφορά. Πρόκειται για μια υπόθεση η οποία,  ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται ανιαρή, καθίσταται ανυπόφορα εκνευριστική, αν ληφθεί υπόψη ότι η αξιολόγηση που έκανε  ο κ. Α.Π. δεν έχει οποιοδήποτε κύρος, αφού βρισκόταν σε αντίθεση με την αξιολόγηση που έκανε ο Γενικός Εισαγγελέας και η οποία ήταν η μόνη ισχύουσα, με βάση τους σχετικούς Κανονισμούς.  

Για να βγούμε από αυτό το τέλμα χρειάζεται πολλά να γίνουν. Το έργο του εκσυγχρονισμού της πολιτικής και, γενικά, του δημόσιου βίου δεν είναι εύκολο και απαιτείται μια επίπονη και μακρόχρονη προσπάθεια. Θεσμοί, νοοτροπίες και συμπεριφορές δεν αγοράζονται ούτε εισάγονται. Προϋποθέτουν κοινωνικές, πολιτισμικές, οικονομικές και πολιτικές δομές, συμπεριφορές και αντιλήψεις, που δεν μεταφυτεύονται με μιας. Απαιτείται μια πολυχρόνια διεργασία και διαρκής παιδεία των πολίτων.

(Φιλελεύθερος, 13/10/2024)