Για το θέμα της σημερινής μου παρέμβασης,  ασχολήθηκα και προηγουμένως. Ειδικά, αναφέρω τα άρθρα μου στη «Σημερινή της 14/5/2001 με τίτλο «Τα νησιά του Αιγαίου και το Διεθνές Δίκαιο» και στον «Φιλελεύθερο» της 23/10/2016 με τίτλο «Τουρκία, τα νησιά του Αιγαίου και η Κύπρος».   Ωθήθηκα στο να επανέλθω,   από την αναζωπύρωση της επιθετικότητας της Τουρκίας, με αποκορύφωμα τη μελετώμενη το προσεχές φθινόπωρο επιχείρηση γεώτρησης από τουρκικά ερευνητικά σκάφη στην ελληνική υφαλοκρηπίδα  έξω από την Κρήτη ή τη Ρόδο,  για υλοποίηση του παράνομου τουρκολιβυκού συμφώνου, που πιθανόν να οδηγήσει σε  θερμό πολεμικό επεισόδιο με την Ελλάδα. 

Μοναδικός σκοπός μου είναι η συμβολή στην κατανόηση της πραγματικής διάστασης της τουρκικής επεκτατικής βουλιμίας, την οποία θα πρέπει να έχουν υπόψη τους  όσοι πολιτικοί, δημοσιογράφοι, διεθνολόγοι, δημοσιολόγοι και πολιτικοί αναλυτές ασχολούνται ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά με τα ελληνοτουρκικά στην Ελλάδα και στην Κύπρο και οι οποίοι  έχουν πληθύνει τελευταία, όπως συμβαίνει με κάθε ευκαιρία που προσφέρει η επικαιρότητα.

Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου για την Τουρκία

Η ιστορικά επιβεβαιωμένη ελληνικότητα των νησιών του Αιγαίου αναγνωρίστηκε διεθνώς με τις Συνθήκες της Λωζάνης στις 24 Ιουλίου 1923, με την οποία , στο άρθρο 12, αναγνωρίζεται η κυριαρχία της Ελλάδας στα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και Λαγουσών και των Παρισίων στις 10 Φεβρουαρίου 1947, με την οποία παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα και το Καστελόριζο. Τη Συνθήκη της Λωζάνης την υπέγραψαν η Βρετανική  Αυτοκρατορία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ελλάδα, η Ρουμανία, η Σερβία και η Τουρκία. Τη Συνθήκη των Παρισίων την υπέγραψαν 20 χώρες, μεταξύ των οποίων είναι η Ελλάδα, η Ιταλία και η Μεγάλη Βρετανία. Η Τουρκία δεν είναι μεταξύ των συμβαλλομένων μερών της Συνθήκης των Παρισίων και τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά τις απαιτήσεις της  για αποστρατικοποίηση των Δωδεκανήσων.

Στο  χώρο του Αιγαίου υπάρχουν συμπλέγματα 2.500 νησιών και νησίδων και σ’ αυτά κατοικεί σήμερα το ένα πέμπτο του ελλαδικού πληθυσμού, δηλαδή ένα εκατομμύριο και πεντακόσιες χιλιάδες Ελλήνων. Η έκταση του Αιγαίου υπολογίζεται σε 250.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ η έκταση της ηπειρωτικής Ελλάδας φτάνει τα 111.000  τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Για την Τουρκία, η διεθνής αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών του Αιγαίου ήταν μια οδυνηρή υποχώρηση από την οποία δεν έχει ακόμη συνέλθει. Από το 1973 η Τουρκία έχει θέσει στόχο της την αναθεώρηση του καθεστώτος του Αιγαίου. Η Τουρκία ούτε αποκρύπτει ούτε συγκαλύπτει αυτήν της την επιδίωξη. Ο πρώην Πρωθυπουργός και Πρόεδρος Τουργκούτ Οζάλ δήλωνε το 1986 ότι «η παρούσα κατάσταση η οποία υπάρχει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν είναι ικανοποιητική. Εάν η Τουρκία ήξερε που θα την οδηγούσε η Συνθήκη της Λωζάνης δεν θα την είχε υπογράψει ποτέ … Εμείς δεν ξεχνούμε ότι χάσαμε μέσα από τα χέρια μας τα νησιά, τα πάτρια τουρκικά εδάφη». Αρκετά αποκαλυπτικός είναι ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του Το στρατηγικό βάθος: «Μια Τουρκία που έχει αποκλειστεί από το Αιγαίο κι έχει περικυκλωθεί στα νότια από τη Ρωμαίικη Διοίκηση της νότιας Κύπρου σημαίνει ότι τα περιθώριά της να κάνει ένα άνοιγμα στον κόσμο έχουν περιοριστεί σημαντικά» επισημαίνει στη σελίδα 267.  «Το status quo που διαμόρφωσαν τα νησιά του Αιγαίου, τα οποία κατά ένα απερίσκεπτο τρόπο εγκαταλείφτηκαν στην Ελλάδα, περιόρισε σε σημαντικό βαθμό το πεδίο δράσης της Τουρκίας στη θάλασσα».(σελ. 248).  Ως εκ τούτου, τα όσα δήλωσε ο Ερντογάν, κατά την επίσκεψή του  στην Ελλάδα το 2016, για τη Συνθήκη της Λωζάννης, δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία». Απλά, επανέλαβε τους γνωστούς νέο-οθωμανικούς οραματισμούς του, όπως αυτοί διατυπώθηκαν σε   παλαιότερες ακραίες επιθετικές του δηλώσεις. Σε μια από αυτές ανέφερε: «Από το 1914, από τα 2.000.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, φτάσαμε μέσα σε εννέα χρόνια στη Λωζάννη, μαζί και με το Χατάι, στα 780.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Στόχος μας στον απελευθερωτικό αγώνα ήταν το Εθνικό Συμβόλαιο. Δυστυχώς, και στα δυτικά και στα ανατολικά σύνορά μας δεν προστατεύσαμε τα εδάφη μας… Δεν μπορούμε το 2016 να κινούμαστε με τη λογική του 1923 …  Μια κατάσταση που προέκυψε από ανάγκη την αποδεχθήκαμε και εγκλωβιστήκαμε. Αυτό εμείς το αρνούμαστε. Η Τουρκία ήταν του 1923 και όσοι την εγκλώβισαν είχαν ως στόχο να ξεχαστεί το παρελθόν της, που είναι 1.000 ετών με Οθωμανική Αυτοκρατορία και με τους Σελτζούκους». 

Δημόσια, οι τουρκικές απαιτήσεις εστιάζονται βασικά στα θέματα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) του Αιγαίου,   της αποστρατικοποίησής των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των λεγόμενων «γκρίζων ζωνών». Τα δυο τελευταία, έχουν «κατασκευαστεί» από την Τουρκία σε μια προσπάθειά της να ενδυναμώσει τις θέσεις της στο πρώτο.  Όλες αυτές οι απαιτήσεις, αν ιδωθούν στο σύνολό τους, αποβλέπουν, βραχυπρόθεσμα, στον εγκλωβισμό των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου σε μια τουρκική υφαλοκρηπίδα, σ’ έναν  τουρκικό εναέριο χώρο και, γενικά, σ’ ένα χώρο τουρκικού στρατιωτικού ελέγχου και, μακροπρόθεσμα, στην αμφισβήτηση της ίδιας της ελληνικής κυριαρχίας πάνω στα νησιά αυτά και στην κατάληψή τους. Για να πραγματοποιηθεί το όραμα της  «Γαλάζιας Πατρίδας», που οι εμπνευστές του δεν κρύβουν τους στόχους τους.

Για να επιτύχει τον στόχο της αυτόν η Τουρκία χρησιμοποιεί,  εναλλάξ ή και ταυτοχρόνως, την πίεση, την απειλή ή και τη χρήση βίας για να εξαναγκάσει την Ελλάδα να προσέλθει σε μια διμερή, πολιτική και άνευ όρων και περιορισμών διαπραγμάτευση για το Αιγαίο. Πολιτικά και όχι νομικά είναι τα προβλήματα στο Αιγαίο κατά τον πρωθυπουργό της εισβολής Ετσεβίτ. Πράγμα που σημαίνει ότι οι τουρκικές αξιώσεις πρέπει να ικανοποιηθούν με βάση το δίκαιο του ισχυροτέρου, αγνοώντας τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο που καθορίζουν το καθεστώς του Αιγαίου. Το αποτέλεσμα αυτής της διαπραγμάτευσης θα είναι, κατά την επιδίωξη της Τουρκίας, η ανατροπή του σημερινού status quo στο Αιγαίο. 

Η αποστρατικοποίηση των νησιών

Ως προς το θέμα της αποστρατικοποίησης των νησιών, θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των νησιών τα οποία βρίσκονται στην περιοχή των Στενών των Δαρδανελίων, των νησιών Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας και των Δωδεκανήσων. Για τις δυο πρώτες περιπτώσεις προβλέπει η Σύμβαση της Λωζάνης της 24ης Ιουλίου 1923 και για την τρίτη η Συνθήκη των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου 1947.

Το άρθρο 4 της  Σύμβαση της Λωζάνης πρόβλεπε την αποστρατικοποίηση, πέρα από την παράκτια ηπειρωτική ζώνη με επίκεντρο τα Δαρδανέλια και το Βόσπορο, των νησιών της Σαμοθράκης, της Λήμνου, της Ίμβρου και της Τενέδου, καθώς και των παρακείμενων Λαγονησιών. Η Σύμβαση της Λωζάνης, ως προς το θέμα τούτο, έχει καταργηθεί από τη Συνθήκη του Μοντρέ της 20ης Ιουλίου 1936, που υπογράφτηκε  από 10 χώρες μεταξύ των οποίων είναι η Ελλάδα και η Τουρκία. Η Τουρκία δεν δέχεται την άποψη αυτή, υποστηρίζοντας ότι στη Συνθήκη του Μοντρέ δεν γίνεται ειδική μνεία της Λήμνου και της Σαμοθράκης και, επίσης, ότι η Σύμβαση αυτή υπογράφτηκε με σκοπό μόνο να επιτρέψει στην Τουρκία να επαναστρατικοποιήσει τα Στενά. Η άποψη αυτή είναι ανεδαφική. Η Συνθήκη του Μοντρέ επέφερε την απαλλαγή όχι μόνο της Τουρκίας αλλά και της Ελλάδας από την υποχρέωση να διατηρεί αφοπλισμένα τα νησιώτικα εδάφη που είχαν υπαχθεί, με βάση τη Σύμβαση της Λωζάνης, στη ζώνη των Στενών.

Η Σύμβαση της Λωζάνης προβλέπει, επίσης, περιορισμένη αποστρατικοποίηση των νησιών  Μυτιλήνη, Χίου, Σάμου, και Ικαρίας. Ειδικότερα, απαγορεύεται η εγκατάσταση ναυτικής βάσης και οχυρωματικών έργων καθώς και η ύπαρξη στρατιωτικών δυνάμεων, πέρα από εκείνες που καλούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία. Τέλος, απαγορεύεται η πτήση ελληνικών και τουρκικών στρατιωτικών αεροσκαφών στα τουρκικά και ελληνικά εδάφη της ακτής της Ανατολίας και των νησιών αντίστοιχα. Ο σκοπός των πιο πάνω περιοριστικών μέτρων ήταν «η προστασία των Τούρκων της Ανατολίας από μια επίθεση που θα ξεκινούσε από τα νησιά…». Είναι προφανές ότι οι όροι που επέβαλαν την καθιέρωσή τους έχουν αντιστραφεί. 

Την αποστρατικοποίηση των Δωδεκανήσων προβλέπει το άρθρο 14 της Συνθήκης των Παρισίων, με βάση την οποία παραχωρήθηκαν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα από την Ιταλία. Το άρθρο αυτό δημιουργεί υποχρεώσεις μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών στα οποία, όπως προανέφερα, δεν περιλαμβάνεται και η Τουρκία. Κατά συνέπεια, η αξίωση της Τουρκίας για αποστρατικοποίηση των Δωδεκανήσων είναι από πλευράς διεθνούς δικαίου ανυπόστατη.

Όμως, πέραν των όσων αναφέρονται πιο πάνω, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η υποχρέωση της αποστρατικοποίησης δεν αποστερεί το δικαίωμα από το κράτος που υπέχει αυτήν την υποχρέωση της νόμιμης άμυνας. Η νόμιμη άμυνα είναι δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το διεθνές δίκαιο ως jus cogens και δεν είναι δυνατό να περιοριστεί από μια συμφωνία αποστρατικοποίησης. Οι κατά καιρούς δηλώσεις Τούρκων επισήμων-μερικές των οποίων παρατέθηκαν πιο πάνω-  αναφορικά με τις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου,  παρέχουν ισχυρό νομικό έρεισμα στην Ελλάδα για άσκηση αυτού του δικαιώματος.

Οι «γκρίζες ζώνες»

Υπάρχει και η εμμονή της Τουρκίας  στις περιώνυμες γκρίζες ζώνες.  Οι αδέξιοι χειρισμοί της κρίσης των Ιμίων το 1996 από την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, επέτρεψε στην Άγκυρα να εγείρει θέμα γκρίζων ζωνών. Με τα Ίμια,  η Αγκυρα θέλησε να επιβάλει στην πράξη τη θεωρία των γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο. Eνώπιον του ψευδούς διλήμματος «πόλεμος ή συμβιβασμός», η Aθήνα υπέκυψε και έγινε και τυπικά δεκτή η φόρμουλα Xόλμπρουκ «όχι στρατιώτες, όχι πλοία, όχι σημαίες», την οποία είχε από πριν αποδεχθεί ο τότε υπουργός Eξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος. Το επόμενο έτος, το 1997, η κυβέρνηση Σημίτη υπογράφει το ανακοινωθέν της Μαδρίτης, με το οποίο αποδέχεται ότι η Τουρκία έχει στο Αιγαίο «ζωτικά συμφέροντα που αφορούν θέματα ασφαλείας και κυριαρχίας». Ανοίγει, δηλαδή, θέματα που είχαν ρυθμίσει οριστικά οι Συνθήκες της Λωζάνης (1923) και των Παρισίων (1947) και δίδει έτσι το πρόσχημα στην Τουρκία για να προωθήσει τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο.

Η Τουρκία προβάλλει τη θεωρία ότι δεν ανήκουν στην Ελλάδα όσα νησιά δεν αναφέρονται ονομαστικά στις συνθήκες που έχουν υπογραφεί. Επιπλέον η Τουρκία έχει ανακοινώσει δημοσίως και επισήμως ότι διεκδικεί τουλάχιστον 153 ελληνικές νήσους, νησίδες και βραχονησίδες στο Ανατολικό Αιγαίο.

Η τουρκική θέση είναι παντελώς ανυπόστατη. Με τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης του 1923 στην Ελλάδα περιήλθε η κυριαρχία όλων των νησιών του Αιγαίου, εκτός από τα Δωδεκάνησα που δόθηκαν στην Ιταλία και τα νησιά Ίμβρος, Τένεδος και Λαγούσες που δόθηκαν στην Τουρκία. Όλα τα νησιά που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των τριών μιλίων από τη μικρασιατική ακτή παρέμειναν υπό τουρκική κυριαρχία, ενώ η Τουρκία παραιτήθηκε «παντός τίτλου και δικαιώματος» πάνω σε όλα ανεξαιρέτως τα άλλα νησιά. Το 1932 η Τουρκία υπέγραψε με την Ιταλία συμφωνία για τον καθορισμό των θαλάσσιων συνόρων μεταξύ της Δωδεκανήσου και των τουρκικών ακτών. H συμφωνία αυτή βρίσκεται πάντοτε σε ισχύ, τώρα πλέον μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας,  με βάση τις διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου περί διαδοχής κρατών. Όπως είναι γνωστό, τα Δωδεκάνησα περιήλθαν στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947, ενώ η συμφωνία του 1932 είναι ιδιαίτερα σημαντική διότι αναφέρεται ειδικά στα Ίμια ως ανήκοντα στην Ιταλία και άρα μετά το 1947 στην Ελλάδα.

Ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ

Η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα ή υφαλοκρηπίδα όπως συνήθως αναφέρεται,  ως νομική έννοια,  καθιερώθηκε με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1958. Με αυτή τη Σύμβαση,  αναγνωρίστηκαν ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα, δηλαδή σε περιοχή του βυθού και του υπεδάφους του, που εκτείνεται πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης σε βάθος έως 200 μέτρα. Με βάση τις πρόνοιες της Σύμβασης του Montego Bay του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, η υφαλοκρηπίδα υπάρχει αφ’ εαυτής και δεν χρειάζεται να ανακηρυχθεί. Χρειάζεται όμως να οριοθετηθεί μεταξύ όμορων κρατών και, σε περίπτωση διαφωνίας, να παραπεμφθεί με κοινό συμφωνητικό προς επίλυση στο αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο. Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), από την άλλη πλευρά, πρέπει να ανακηρυχθεί και,  ακολούθως,  να οριοθετηθεί από τα ενδιαφερόμενα κράτη. Ένα παράκτιο κράτος αποκτά ΑΟΖ  με μονομερή δήλωση ανακήρυξης. Και, στη συνέχεια, συνάπτει συμφωνίες οριοθέτησης με τα γειτονικά κράτη. Εάν δεν καταστεί δυνατή η συμφωνία οριοθέτησης, τότε η διαφορά τους λύνεται με παραπομπή στο αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο. Σχετικές είναι οι διατάξεις του Άρθρου 74 για την ΑΟΖ και του Άρθρου 83 για την υφαλοκρηπίδα.

Κατά κανόνα, το δικαστήριο οριοθετεί την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ με βάση τη γραμμή της ίσης απόστασης, εφόσον ο ορισμός της μέσης γραμμής είναι γεωγραφικά εφικτός. Υπήρξαν, όμως, περιπτώσεις που οι γεωγραφικές ιδιαιτερότητες και οι «σχετικές περιστάσεις» (relevant circumstances) δεν επέτρεψαν τη χάραξη μέσης γραμμής και το δικαστήριο κατέληξε σε άλλη μέθοδο οριοθέτησης, όπως στην υπόθεση Νικαράγουας κατά Ονδούρας. Αναφορικά με τα νησιά, η παράγραφος 2 του Άρθρου 121 της Σύμβασης προνοεί: «Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, η αιγιαλίτιδα ζώνη, η συνορεύουσα ζώνη, η αποκλειστική οικονομική ζώνη και η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα ενός νησιού οριοθετούνται  σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης που εφαρμόζονται στα άλλα εδάφη της ξηράς». Δηλαδή, τα νησιά έχουν το ίδιο δικαίωμα, όπως και τα ηπειρωτικά εδάφη, να απολαμβάνουν όλες τις θαλάσσιες ζώνες που προβλέπει η Σύμβαση. Εξαιρούνται, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου Άρθρου, από το δικαίωμα να απολαμβάνουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ «οι βραχονησίδες που δεν έχουν τη δυνατότητα να είναι κατοικήσιμες και δεν έχουν δική τους οικονομική ζωή». Δικαιούνται, όμως, αιγιαλίτιδα ζώνη, όπως κάθε άλλο νησί. Ως εκ τούτου, η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού καθορίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που καθορίζονται και για τις ηπειρωτικές περιοχές.

Όμως, ενώ έχει γίνει αποδεκτό ότι όλα τα κατοικημένα νησιά δικαιούνται ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, ωστόσο η έκταση του δικαιώματός τους ποικίλλει. Σε μερικές περιπτώσεις,  το αρμόδιο διεθνές δικαστήριο αναζητεί και λαμβάνει υπόψη την επήρεια (effect) που αυτά ασκούν σε μια οριοθέτηση με βάση τη μέση γραμμή. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το δικαστήριο αποφαίνεται ότι τα νησιά έχουν μειωμένο δικαίωμα για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, που προσδιορίζεται από αυτό που το δικαστήριο έχει ονομάσει επήρεια, δηλαδή επηρεασμό που θα έχει η ΑΟΖ  και η υφαλοκρηπίδα του νησιού στη συνολική οριοθέτηση. Η επήρεια ενός νησιού σε μια συνολική οριοθέτηση εξαρτάται, συνήθως, από δυο παράγοντες: από τη θέση του νησιού στην οριοθετική περιοχή και από το μέγεθός του. Σχετική είναι η απόφαση Μπαγκλαντές κατά Μυανμάρ. Δεν υπάρχει γενικός κανόνας. Κάθε περίπτωση είναι μοναδική και απαιτεί ειδική αντιμετώπιση, ώστε να εξευρεθεί μια δίκαιη λύση.

Η περίπτωση των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο παρουσιάζει μια εξαιρετική ιδιαιτερότητα. Αυτή η ιδιαιτερότητα, καθιστά τη χάραξη της οριοθετικής γραμμής μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σημαντικά πολύπλοκη και, θα μπορούσα να ισχυριστώ, αδύνατη να προέλθει μετά από μια συμφωνία μεταξύ των δυο χωρών. Η σχετική νομολογία που επικαλείται η Τουρκία, που αφορούσε ορισμένα νησιά, δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των νησιών του Αιγαίου. Ο γεωγραφικός σχηματισμός των νησιών του Αιγαίου είναι τέτοιος που δημιουργεί μια συμπαγή παρουσία στη θάλασσα αυτή, που δύσκολα θα μπορούσε να αγνοηθεί σε μια οποιαδήποτε οριοθέτηση. Η ηπειρωτική Ελλάδα ουσιαστικά προεκτείνεται στη θάλασσα με το νησιώτικο σύμπλεγμα που την περιβάλλει και δημιουργεί ένα ενιαίο σύνολο, που δεν έχει καμιά σχέση με τις περιπτώσεις μεμονωμένων που είναι διάσπαρτα σε μια θάλασσα. Σχετική με το θέμα, που ευνοεί τις θέσεις της Ελλάδας,  είναι η απόφαση στην υπόθεση Νικαράγουας κατά Κολομβίας, που επιβεβαίωσε προηγουμένη νομολογία. Για ένα μελετητή του θέματος είναι πολύ βοηθητικό το βιβλίο του Χρήστου Ροζάκη «Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και το Διεθνές Δίκαιο».

Η Σύμβαση, παρά το ότι δεν έχει υπογραφεί και επικυρωθεί από την Τουρκία, τη δεσμεύει γιατί διατυπώνει,  ως προς το θέμα αυτό,  προϋπάρχον γενικό εθιμικό δίκαιο το οποίο απλώς κωδικοποιεί. Το γεγονός ότι η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση του 1982 δεν αποτελεί μπόδιο όσον αφορά προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ή σε διαιτησία με αμοιβαία συμφωνία,  αλλά όχι στο Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου για το Δίκαιο της Θάλασσας, όπου μόνο τα μέλη της Σύμβασης του 1982 μπορούν να προσφύγουν.

Η Ελλάδα, μέχρι πρόσφατα,  δεν είχε ορίσει ΑΟΖ με καμία γείτονα χώρα, αν και έχει το δικαίωμα να το πράξει σύμφωνα με τις πρόνοιες της Σύμβασης του  ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 και, γενικά, το διεθνές δίκαιο. Πρόσφατα, συμφωνήθηκε η οριοθέτηση των ΑΟΖ Ελλάδας και Ιταλίας. Αναμένεται να ακολουθήσουν η Αίγυπτος και η Κύπρος.  Για την οριοθέτηση  ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, πραγματοποιήθηκε στις 18 Ιουνίου επίσκεψη στο Κάιρο του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια. Φαίνεται πως υπάρχουν προβλήματα τόσο τεχνικής φύσεως όσο και ουσίας. Κλειδί για οριοθέτηση ελληνικής ΑΟΖ στην ανατολική Μεσόγειο είναι το Καστελόριζο.  Με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, το σύμπλεγμα του Καστελόριζου εξασφαλίζει την επαφή της ελληνικής με την κυπριακή ΑΟΖ. Οι δύο αυτές ΑΟΖ  παρεμβάλλονται μεταξύ τουρκικής και αιγυπτιακής, γεγονός που περιορίζει σημαντικά την τουρκική ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο. Προς το παρόν, όμως, ελληνική ΑΟΖ δεν υπάρχει, επειδή η Αθήνα δεν την έχει ανακηρύξει. Η Αίγυπτος θα μπορούσε να διαθέτει θαλάσσια σύνορα με τη Τουρκία μόνο αν δεν αναγνωρισθούν τα δικαιώματα του Καστελόριζου. Εάν η Ελλάδα δεχτεί να προχωρήσει σε οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο χωρίς τον υπολογισμό του Καστελόριζου, η εμφανής συνέπεια θα είναι η Ελλάδα να μην έχει θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο.

Υποστηρίζεται ότι ο  καθορισμός ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου θα ανοίξει τον δρόμο για τον καθορισμό ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου.  Επί μακρόν,  η Αθήνα ήταν διστακτική στον καθορισμό ΑΟΖ με την Κύπρο, για να μην προκληθεί, όπως ελέγετο, η Άγκυρα. Είναι κοινό μυστικό ότι οι αντιρρήσεις της Άγκυρας είναι εκείνες που δεν επέτρεψαν ως τώρα να χαραχθούν οι θαλάσσιες ζώνες μεταξύ της Ελλάδας και    της Αιγύπτου και της Ελλάδας και της Κύπρου,  λόγω του προβλήματος με το Καστελόριζο. Επί του προκειμένου, είναι αρκετά διαφωτιστικά τα πιο κάτω, που έγραψε ο κ. Στέφανος Κωνσταντινίδης στο άρθρο του στον «Φ» στις 21/6/2020 με τον τίτλο «Απέναντι στην Τουρκία»: «Η πολιτική απρονοησία, η πολιτική των φοβικών συνδρόμων, οδήγησε την Αθήνα το 2003, επί κυβερνήσεως Σημίτη, σε διάβημα σε Κύπρο και Αίγυπτο να μετακινήσουν ανατολικότερα τις συντεταγμένες της οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ τους για να μην ενοχληθεί η Τουρκία. Την παρέμβαση έκανε ο Γιώργος Παπανδρέου υπουργός Εξωτερικών του Σημίτη. Ο Παπανδρέου ζήτησε τροποποίηση της συμφωνίας μετακινώντας ανατολικότερα τα όρια οριοθέτησης και όχι μέχρι τη δυνητική ελληνική ΑΟΖ, προκαλώντας επί της ουσίας μια «γκρίζα ζώνη» στο Καστελόριζο και υπονομεύοντας την ελληνική κυριαρχία στην περιοχή. Κύπρος και Αίγυπτος είχαν συμφωνήσει στην οριοθέτηση ΑΟΖ στη λογική της «μέσης γραμμής», κάτι που έφτανε την ΑΟΖ της Κύπρου μέχρι το σημείο όπου άρχιζε η ελληνική, συνυπολογίζοντας το Καστελόριζο και αναγνωρίζοντας του ΑΟΖ με μια διεθνή συμφωνία. Η γραμμή μεταφέρθηκε έτσι κατά 8 ναυτικά μίλια ανατολικότερα, δηλαδή περίπου 15 χιλιόμετρα, για να μη δημιουργηθούν «επιπλοκές» με την Τουρκία!».

Η προσφιλής τακτική της Τουρκίας στο Αιγαίο, όσον αφορά στην υφαλοκρηπίδα, την αιγιαλίτιδα ζώνη, αλλά και την ΑΟΖ, είναι η προσπάθεια πολιτικοποίησης μιας καθ' όλα νομικής και τεχνικής φύσεως διαφοράς. Συνεπώς αρνείται τη μέθοδο του διαδικαστικού διακανονισμού της διαφοράς.

Η Άγκυρα προβάλλει γεωλογικού τύπου επιχειρήματα, υποστηρίζοντας ότι τα ελληνικά νησιά συνιστούν ειδικές περιστάσεις (εξάρσεις του βυθού) και επειδή είναι πιο κοντά στα τουρκικά παράλια δεν δικαιούνται υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Κατά συνέπεια, η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου πρέπει να οριοθετηθεί κάπου στη μέση του Αιγαίου, εγκλωβίζοντας έτσι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα σε τουρκική υφαλοκρηπίδα. Για τα νησιά, γενικά, οι τουρκικοί ισχυρισμοί είναι ότι  τα νησιά δεν έχουν αυτόματα δικαίωμα για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Για την οριοθέτηση λαμβάνεται υπόψη η ειδική θέση των νησιών, το μέγεθος, το μήκος της πρόσοψής,   η θέση των νησιών και πόσο μακριά είναι από το ηπειρωτικό έδαφος. Καλεί την Ελλάδα και τις γειτονικές χώρες, πλην της Κυπριακής Δημοκρατία, να οριοθετήσουν μαζί της υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ με βάση την αρχή της «ίσης κατανομής», όπως υιοθετήθηκε στη συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης.  Επίσης θεωρεί από το 1995 casus belli την επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ.

Περαιτέρω, αμφισβητεί την υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από το 2011 προβάλλει  διεκδικήσεις στα δυτικά του γεωγραφικού μήκους 32 ° 16’18”E, απέναντι από τον Ακάμα, πλησίον της Πάφου.  Η συγκεκριμένη αυτή αναφορά σε γεωγραφικό μήκος αφορά στις έρευνες που έχει εξαγγείλει η Κυπριακή Δημοκρατία για τον εντοπισμό κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στη θαλάσσια περιοχή της.  Η θέση της Τουρκίας είναι ότι, όπως και στα ελληνικά νησιά, έτσι  και στο δυτικό μέρος της Κύπρου δεν πρέπει να αναγνωριστούν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ παρά μόνο χωρικά ύδατα. Παράλληλα, όμως, έσπευσε  να προβεί σε παράνομη οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας της Τουρκίας με το ψευδοκράτος και χάραξη θαλασσοτεμαχίων εντός της ΑΟΖ της ΚΔ για έρευνες ανεύρεσης υδρογονανθράκων. Για  την Τουρκία, η Κύπρος,  που είναι κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο, δεν έχει υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ, αλλά μόνο χωρικά ύδατα γιατί είναι νησί. Όμως, το κατεχόμενο μέρος της  Κύπρου, όπου λειτουργεί το «ψευδοκράτος, έχει και υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.

Η θέση της Ελλάδας είναι ότι τα νησιά αυτά έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα, όπως τούτο προβλέπεται στην προαναφερθείσα  Σύμβαση του ΟΗΕ η οποία, επαναλαμβάνω, παρά το ότι δεν έχει υπογραφεί από την Τουρκία, τη δεσμεύει γιατί διατυπώνει ως προς το θέμα αυτό προϋπάρχον γενικό εθιμικό δίκαιο το οποίο απλώς κωδικοποιεί. Παρόμοια πρόβλεψη περιείχε και η Σύμβαση της Γενεύης του 1958. Tο όριο της υφαλοκρηπίδας βρίσκεται ανατολικά των νησιών του Aνατολικού  Aιγαίου. Υπάρχει συνέχεια και ενότητα μεταξύ του ηπειρωτικού και του νησιωτικού εδάφους της χώρας.  Κατά συνέπεια,  είναι απαράδεκτος ο εγκλωβισμός ελληνικών νησιών από την τουρκική υφαλοκρηπίδα. Στην πράξη,  οι αρχές αυτές σημαίνουν ότι οριοθετική γραμμή θα ήταν η μέση γραμμή ανάμεσα στα ελληνικά νησιά του Aνατολικού Aιγαίου και στις απέναντι τουρκικές ακτές.

Πιο πάνω, έγινε μνεία  της πρόσφατης Συμφωνίας Ελλάδας και Ιταλίας με την οποία οριοθεήθηκε η  μεταξύ τους υφαλοκρηπίδες και ΑΟΖ.  Η Συμφωνία, που υιοθετεί τις συντεταγμένες που χαράχθηκαν το 1977, επιβεβαιώνει το δικαίωμα των νησιών σε θαλάσσιες ζώνες, δηλαδή το δικαίωμα των νησιών να έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, όπως προβλέπεται  στο Άρθρο 12. 2 της Σύμβασης του 1982, καθώς   και το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων κατά μήκος όλων των ηπειρωτικών ακτών της επικράτειας. Όμως, σε τρεις περιοχές της οριοθετικής γραμμής υπάρχει μειωμένη επήρεια. Λέγοντας μειωμένη επήρεια εννοούμε ότι,  αντί το όριο να ακολουθεί τη μέση γραμμή,  έχει μετατοπισθεί εις βάρος του ενός ή του άλλου κράτους. Η μειωμένη επήρεια αφορά τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία. Πιο συγκεκριμένα μειωμένη επήρεια έχουμε: Πρώτον, στην περιοχή των Στροφάδων όπου το όριο έχει μετατοπισθεί εις βάρος της Ελλάδος κατά 2,75 ναυτικά μίλια. Δεύτερον, στην περιοχή των Οθωνών όπου το όριο βρίσκεται κατά 1,4 ναυτικά μίλια πιο κοντά στους Οθωνούς. Τρίτον, το όριο έχει μετατοπισθεί εις βάρος της Ιταλίας στην Καλαβρία από 0,5 ναυτικά μίλια έως 2,8 ναυτικά μίλια και υπέρ της Κεφαλονιάς.

Η πιο πάνω διευθέτηση έδωσε την αφορμή σε μερικούς, μεταξύ των οποίων  και ο πρώην Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, να θεωρήσουν τη συμφωνία επιβλαβή για τα εθνικά συμφέροντα. Άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Βαγγέλης Βενιζέλος, επίσης πρώην Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών, έσπευσαν να θεωρήσουν τη Συμφωνία ως προηγούμενο για μια παρόμοια διευθέτηση με την Τουρκία.  Ο Βαγγέλης Βενιζέλος,  μιλώντας τη Δευτέρα 15 Ιουνίου στην ΕΡΤ, είπε μεταξύ  άλλων, ότι «πρέπει να πάμε σε διαπραγμάτευση με την Τουρκία» και  «πρέπει να φύγουμε από τη λογική που λέει ότι είμαστε πάρα πολύ ευέλικτοι με οποιαδήποτε άλλη χώρα, αλλά πάρα πολύ σκληροί με την Τουρκία ... οπωσδήποτε πρέπει να πάμε σε μία συμφωνία ή σε μία δικαστική απόφαση, αλλιώς θα περάσουμε τη ζωή μας και τη ζωή των παιδιών μας… Φάγαμε 46 χρόνια από την εισβολή στην Κύπρο και τον Αττίλα μέχρι τώρα χωρίς αποτέλεσμα, με μία ένταση χωρίς αποτέλεσμα, μπορούμε να φάμε κι άλλα 46, δηλαδή άλλο μισό αιώνα χωρίς αποτέλεσμα».

Και η Τουρκία, για να καταστήσει ευλογοφανείς τις θέσεις της προς τρίτους, μιλάει για «πολιτικό συμβιβασμό» στο Αιγαίο. Ο συμβιβασμός είναι,  πράγματι,  μια συνήθης μέθοδος επίλυσης των διεθνών διαφορών.  Αλλά, για ποιο πολιτικό συμβιβασμό μπορούμε να μιλούμε για το Αιγαίο;  Ένας πολιτικός συμβιβασμός με την Τουρκία για τα θέματα της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ θα θέσει τέρμα στις προαναφερθείσες βλέψεις της  κατά της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας; Πολιτικός συμβιβασμός είναι δυνατός μόνο αν η Τουρκία ρητά και απερίφραστα δηλώσει τον σεβασμό της στα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Καμία χώρα δεν συμβιβάζεται σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητάς της και της ασφάλειάς της.

(Αδημοσίευτο)