Για να αποφανθεί ένας για το βάσιμο ή μη της διαπίστωσης,  που αναφέρεται ως τίτλος στο σημερινό άρθρο, θα πρέπει να ανατρέξει στη ιστορία της  ΕΔΕΚ και, ειδικά,  στα πρώτα της χρόνια, μετά την ίδρυσή της.

Η «Ενιαία Δημοκρατική Ένωση Κέντρου» (ΕΔΕΚ), ιδρύθηκε το 1969 από τον  Βάσο Λυσσαρίδη.  Τον ίδιο χρόνο ιδρύθηκε και το  «Ενιαίο Κόμμα Εθνικόφρονος Παρατάξεως» το οποίον  ίδρυσε ο Γλαύκος Κληρίδης μαζί με τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη.

Η ΕΔΕΚ ιδρύθηκε με «σοσιαλιστικούς» προσανατολισμούς. Πολλοί νέοι, εμφορούμενοι από σοσιαλιστικά και δημοκρατικά ιδεώδη, που δονούσαν τότε τις ψυχές των προοδευτικών ανθρώπων της Ευρώπης, προσέτρεξαν και εντάχθηκαν στις τάξεις της. Μεταξύ αυτών, ήταν και ο υποφαινόμενος, νεαρός τότε δικηγόρος, μόλις  επιστρέψας από τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στην Αγγλία. Σύντομα αναδείχθηκα μέλος του πολιτικού γραφείου του κόμματος και στις βουλευτικές εκλογές του 1970, παρά το ότι δεν ήμουν υποψήφιος, αναμείχθηκα ενεργά. Με συγκίνηση αναπολώ τις εξορμήσεις πλάι στον «Γιατρό» και σε άλλα στελέχη και,  ειδικά, πλάι  στον Πέτρο Στυλιανού και στον Τάκη Χατζηδημητρίου. Ο Πέτρος Στυλιανού ήταν ένας από τους μαχητές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1955 – 1959. Εγκατέλειψε τις φοιτητικές του σπουδές και ήλθε και εντάχθηκε στις αντάρτικες ομάδες της ΕΟΚΑ. Το 1960 ήταν μεταξύ των βουλευτών του Πατριωτικού Μετώπου, από το οποίο αποβλήθηκε το 1962 για «διασπαστικές ενέργειες» και για «ιδεολογικές παρεκκλίσεις». Αυτές οι τελευταίες, τον οδήγησαν στη συμπόρευση με τον Βάσο Λυσσαρίδη και στη δημιουργία της ΕΔΕΚ.  Για τον Τάκη Χατζηδημητρίου,  με τον οποίο με χωρίζει, σήμερα,  πελώριο τείχος  αναφορικά με την ακολουθητέα πολιτική στο εθνικό θέμα, έτρεφα και τρέφω μεγάλη εκτίμηση. Οι σημερινές απόψεις του δεν διαγράφουν την προσφορά του. Επρόκειτο για ένα γνήσιο αγωνιστή της δημοκρατίας και, ειδικά,  της πάλης ενάντια στη χούντα στην Ελλάδα η οποία είχε έντονη την παρουσίας της στην Κύπρο.  Σε μια ομιλία μου, αναφέρθηκα σε «εσωτερική κατοχή» και για την ανάγκη να «στήσουμε νέες  Θερμοπύλες».

Η χαρισματική προσωπικότητα του ιδρυτή της ΕΔΕΚ, παρείχε όλα τα εχέγγυα για να την καταστήσει ένα μεγάλο πολιτικό κίνημα, με σοσιαλδημοκρατικές κατευθύνσεις, που θα προσέφερε μια ελπιδοφόρα πρόταση,  εναλλακτική αυτών  των δυο ακραίων κομματικών σχηματισμών.

Όπως προανέφερα, η ΕΔΕΚ ιδρύθηκε με «σοσιαλιστικούς»  προσανατολισμούς. Ας μου επιτραπεί, εδώ, να κάνω μια παρένθεση. Σοσιαλδημοκρατία και κομμουνισμός ήταν τα δυο κυριότερα ρεύματα της Αριστεράς στην ιστορία του εικοστού αιώνα. Αυτό που διαφοροποιούσε, από την αρχή, τους σοσιαλδημοκράτες από τους κομμουνιστές δεν ήταν τόσο ο σκοπός όσο τα μέσα που έπρεπε να υιοθετηθούν για την επίτευξή του. Κατά τον Λένιν, το «αστικό κράτος» δεν μπορεί να αναπτυχθεί προοδευτικά προς τον σοσιαλισμό. Μόνο το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου το μπορεί.  Οι σοσιαλδημοκράτες υποστήριζαν  ότι η μετάβαση στον σοσιαλισμό έπρεπε να γίνει με δημοκρατικές και ειρηνικές μεθόδους και απέρριπταν  τη λενινιστική ιδέα της σοσιαλιστικής επανάστασης που πραγματοποιείται ακόμη και με τη βίαιη δράση μιας μειοψηφίας. Στη μεταπολεμική περίοδο η σοσιαλδημοκρατία αναθεώρησε σταδιακά τις ιδέες και τα προγράμματά της. Η σοσιαλδημοκρατία εγκατέλειψε τον στόχο της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας και της γενικής κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής. Απομακρύνθηκε από τον μαρξισμό και υιοθέτησε απόψεις εμπνεόμενες  από τον «κεϊνσιανισμό», δηλαδή τις απόψεις του γνωστού οικονομολόγου  John Maynard Keynes.  Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική προσπάθησε να θεμελιώσει έναν ιστορικό συμβιβασμό ανάμεσα σε κράτος και αγορά, ανάμεσα σε οικονομικό ανταγωνισμό και κοινωνική αλληλεγγύη. Βέβαια, σήμερα,  οι σοσιαλδημοκράτες  περνούν μια σχεδόν υπαρξιακή κρίση ταυτότητας και οράματος. Μπροστά τους τίθεται για απάντηση το ερώτημα: Είναι  νοητή η ιδέα του σοσιαλισμού στον σημερινό κόσμο και,  πιο ειδικά, στην Ευρωπαϊκή Ένωση,  με το καθεστώς της παγκοσμιοποίησης και της ελεύθερης αγοράς; Θα πρέπει,  εδώ,  να αναφερθεί ότι ήδη από τη  Συνθήκη του Μάαστριχτ  (7/2/1992), με τα κριτήρια που έθεσε για τους δημοσιονομικούς ελέγχους και τη νομισματική διαχείριση, τέθηκε το πλαίσιο μιας οικονομικής πολιτικής απόλυτα προσαρμοσμένης στις απαιτήσεις του οικονομικού φιλελευθερισμού. Οι περισσότεροι πολιτικοί και  συγγραφείς, παρά το ότι μιλούν για σοσιαλισμό, σοσιαλιστικές δυνάμεις, σοσιαλιστικές αλλαγές κλπ.,  δεν στοχεύουν στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό αλλά στον «εξανθρωπισμό» του καπιταλισμού. Βασικά, η προσοχή επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση της φτώχειας, της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος.

Με λύπη μου, οφείλω να παρατηρήσω πως δεν υπήρξε ένας συγκροτημένος λόγος για το περιεχόμενο των «σοσιαλιστικών» προσανατολισμών του κόμματος, που αφορούσαν την ίδια την ιδεολογική του ταυτότητά. Μερικά κομματικά στελέχη, ασπάζονταν την ιδέα της  σοσιαλδημοκρατίας του Εργατικού Κόμματος της Αγγλίας και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Δυτικής Γερμανίας. Άλλα, μεταξύ των οποίων και  πρώην μέλη του ΑΚΕΛ από το οποίο αποβλήθηκαν μαζί με τον Βάσο Λυσσαρίδη το 1952 και που είχαν δεσπόζουσα θέση στην ηγετική πυραμίδα,  θεωρούσαν αυτά τα κόμματα ως όργανα των «Δυτικών καπιταλιστικών και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων». Η ηγεσία του κόμματος επεδίωξε να προωθήσει  τους «σοσιαλιστικούς» προσανατολισμούς του, με διασυνδέσεις με τυραννικά ολοκληρωτικά καθεστώτα,  όπως εκείνα του Καντάφι της Λιβύης, του Άσσαντ της Συρίας, του Φιντέλ Κάστρο της Κούβας  και του Κιμ Ιλ-Σουνγκ της Βόρειας Κορέας. 

Επίσης, παρά το ότι  λειτουργούσαν συλλογικά κομματικά όργανα, η ΕΔΕΚ ήταν, από την ίδρυσή της,  αρχηγικό κόμμα. Στα αρχηγικά κόμματα, τις αποφάσεις τις παίρνει ο αρχηγός και οι άλλοι ακολουθούν.

Δυστυχώς, η ΕΔΕΚ δεν έπεισε, παρά την αίγλη που προκαλούσε η προσωπικότητα του «Γιατρού», λόγω της ρητορικής του δεινότητας και της πνευματικής του ευστροφίας και καλλιέργειας, προσόντα που κατείχε σε υπέρτερο βαθμό από τους ηγέτες των άλλων κομμάτων. Στις εκλογές του 1970,  μόνο με «πριμοδότηση» του ΑΚΕΛ,  ύστερα από παρέμβαση του Μακαρίου, εξασφάλισε δυο έδρες, μια στη Λευκωσία που πήρε ο Βάσος Λυσσαρίδης και μια στη Λάρνακα που πήρε ο Χριστόφορος Χριστοφίδης.

Απογοητευμένος από τα πιο πάνω, αποστασιοποιήθηκα από την κομματική ζωή και «κατέφυγα» στη Νομική Υπηρεσία, ως Δικηγόρος της Δημοκρατίας. 

Παρά το ότι, στη συνέχεια,  η ΕΔΕΚ πρωτοστάτησε στην αντίσταση κατά του προδοτικού πραξικοπήματος και πρόσφερε το αίμα του Δώρου Λοΐζου, δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει τους αγώνες της για τη δημοκρατία και  δεν κατάφερε να γίνει πρωταγωνιστής στους κοινωνικούς και εθνικούς αγώνες του  λαού μας. Δυστυχώς, στο χώμα που ποτίστηκε με το αίμα του Δώρου  Λοΐζου, φύτρωσαν μόνο αγριόχορτα! 

Μετά την «παράδοση» της ηγεσίας του κόμματος στον Γιαννάκη Ομήρου στις 22/7/2001,  η καχεξία της συνεχίστηκε. Τα μηνύματα και οι εξαγγελίες της δεν βρήκαν απήχηση στον λαό. Ο πολιτικός της λόγος ήταν ξύλινος. Υπήρξαμε μάρτυρες ενός στείρου πολιτικού λόγου διανθισμένου από τον λαϊκισμό. Παρά το ότι ανέκαθεν νοσούσε η θεσμική λειτουργία του κόμματος, στη «μεταλυσσαριδική» περίοδο οι ίντριγκες, τα συντροφικά κτυπήματα κάτω από τη μέση,  και το φάγωμα στελεχών πήραν σοβαρές διαστάσεις.   Η κατάσταση επιδεινώθηκε  όταν τα ηνία ανέλαβε  στις 1/3/2015 ο Μαρίνος Σιζόπουλος με ένα τρόπο που τον κατατάσσει μεταξύ των άριστων τακτικιστών. Κατόρθωσε να ηγηθεί του κόμματος, ενώ ο ίδιος στην πολιτική του σταδιοδρομία έχει κερδίσει ουσιαστικά μία και μοναδική προσωπική εκλογική μάχη. Μπήκε στη Βουλή το 2003 ένεκα της υπουργοποίησης του  Δώρου Θεοδώρου.  Επανεξελέγη  το 2006, απέτυχε να εκλεγεί το 2011 όταν την έδρα στη Λεμεσό πήρε ο Νίκος Νικολαΐδης.  Το 2016 εκλέγηκε   ως  αρχηγός κόμματος,  χωρίς σταυρούς προτίμησης. Είναι, πραγματικά, εκπληκτική η στάση της ηγεσίας του κόμματος στην υποψηφιότητα του Νίκου Νικολαΐδη για τις δημαρχιακές εκλογές στη Λεμεσό. Όταν ο Ν. Νικολαΐδης έθεσε υποψηφιότητα για δήμαρχος Λεμεσού,  υποστηρίχθηκε από άλλα κόμματα, αλλά όχι από το δικό του κόμμα. Η ΕΔΕΚ στήριξε τον Ανδρέα Χρήστου, στέλεχος του ΑΚΕΛ, αλλά κυρίως πολιτικό με απόψεις εκ διαμέτρου αντίθετες από τις θέσεις της ΕΔΕΚ.  Στις βουλευτικές εκλογές του 2016,  η ΕΔΕΚ έχασε 2,8% της δύναμής της και απώλεσε 2 έδρες στο κοινοβούλιο. Πήρε ποσοστό μόλις 6,18%. Οι 29.715 ψήφοι, ποσοστό 10,58%,  που έλαβε στις  ευρωεκλογές του  2019, δεν αντιπροσωπεύουν την εκλογική της δύναμη. Ένας μεγάλος αριθμός ψήφων που πήρε, ήταν προσωπικοί ψήφοι του  Δημήτρη Παπαδάκη οι οποίοι τον διέσωσαν από την πρώτη απόπειρα φαγώματός του και ανέτρεψαν την κομματική  «γραμμή»  για ανάδειξη του Χρ. Ιακώβου. Έχω την άποψη πως,  αν η κατολίσθηση συνεχιστεί, στις βουλευτικές εκλογές του 2021 η ΕΔΕΚ θα δυσκολευθεί να εκπροσωπηθεί στο κοινοβούλιο.

Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, μπορεί ένας να υποστηρίξει ότι η ΕΔΕΚ είναι από τη γέννησή της καχεκτική. Η καχεξία της είναι εγγενής και χρόνια.

(Φιλελεύθερος, 1/3/2020)