Συμπληρώθηκαν 21 χρόνια από την ημέρα που τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση που υπογράφτηκε στο Maastricht της Ολλανδίας στις 7.2.1992 και τέθηκε σε ισχύ στις 1.11.1993. Η Συνθήκη περιέχει, μεταξύ άλλων, διατάξεις για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), διατάξεις σχετικά με την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας και διατάξεις σχετικά με τη συνεργασία στους τομείς της Δικαιοσύνης και των Εξωτερικών Υποθέσεων. Προβλεπόταν η καθιέρωση ενός ενιαίου νομίσματος σε τρία διαδοχικά στάδια και η ίδρυση μιας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αναφορικά με το ενιαίο νόμισμα, η Συνθήκη έθετε «Κριτήρια Σύγκλισης» τα οποία μια χώρα έπρεπε να πληροί για να μπορεί να υιοθετήσει το νέο νόμισμα. Στόχος της νομισματικής πολιτικής ήταν να δημιουργηθεί ένα ενιαίο νόμισμα και να εξασφαλιστεί η σταθερότητα αυτού του νομίσματος με τη σταθερότητα των τιμών και την τήρηση των κανόνων της οικονομίας της αγοράς. Με τα κριτήρια που έθεσε η Συνθήκη για τους δημοσιονομικούς ελέγχους και τη νομισματική διαχείριση, τέθηκε το πλαίσιο μιας οικονομικής πολιτικής απόλυτα προσαρμοσμένης στις απαιτήσεις του οικονομικού φιλελευθερισμού.
Με τη Συνθήκη του Maastricht, τα τότε μέλη της Κοινότητας προχώρησαν πέραν του αρχικού οικονομικού τους στόχου, δηλ. την εγκαθίδρυση μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Επιδιώχθηκαν και πολιτικοί στόχοι, όπως η καθιέρωση μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Θεωρήθηκε τότε ότι η Συνθήκη άνοιγε το δρόμο για την πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης.
Έκτοτε, η Συνθήκη του Μάαστριχτ τροποποιήθηκε από τις Συνθήκες του Άμστερνταμ (1997), της Νίκαιας (2001) και της Λισσαβόνας (2007).
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ γεννήθηκε μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης ευφορίας για το νέο μέλλον μιας μεγάλης και ενωμένης Ευρώπης, ειδικά μέσα από τη γέννηση ενός κοινού νομίσματος. Ήταν ένα μεγάλο άλμα. Είναι πολλοί που υποστηρίζουν, βασιζόμενοι στις σημερινές πραγματικότητες, ότι ήταν ένα άλμα στο κενό.
Αναντίρρητα, τα επιτεύγματα στα πενήντα επτά χρόνια από τη Συνθήκη της Ρώμης με την οποία συστάθηκε η ΕΟΚ, είναι αξιόλογα. Η ενωμένη Ευρώπη μπορεί να επαίρεται για τη διατήρηση της ειρήνης σε μια ήπειρο που είχε γνωρίσει δύο παγκοσμίους πολέμους μέσα σε έναν αιώνα, καθώς κατόρθωσε να αλλάξει τον χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, αντικαθιστώντας τον ανταγωνισμό με τη συνεργασία και επεκτείνοντας τους κανόνες του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας. Όμως, οι νέες γενεές δεν μπορούν να εμπνευσθούν από τα επιτεύγματα αυτά, καθώς αντιμετωπίζουν καθημερινά το φάσμα της ανεργίας, της κατάρρευσης του κοινωνικού κράτους και την έλλειψη παραγωγικότητας της οικονομίας. Η διόγκωση του αριθμού των ανέργων και των επισφαλώς απασχολούμενων με ταυτόχρονη υπερσυσσώρευση του πλούτου σε μια μικρή μερίδα προκαλεί σοβαρές ρωγμές στο ευρωπαϊκό «οικοδόμημα», όπως το οραματίστηκαν αυτοί που έθεσαν τα θεμέλια του.
Σήμερα, βλέπουμε την Ευρώπη να παραπαίει και το όραμα της ενοποίησης να απομακρύνεται. Η οικονομική κρίση, έφερε στην επιφάνεια τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα: ελλείμματα αλληλεγγύης, προφανείς δυσλειτουργίες στη λήψη καίριων και έγκαιρων αποφάσεων, ανυπαρξία κοινών πρωτοβουλιών και κυρίως απουσία ενιαίας εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής. Η νομισματική ένωση έγινε όπλο στα χέρια των πλουσιοτέρων χωρών της ΕΕ, κυρίως της Γερμανίας, για άγρια εκμετάλλευση των οικονομικά ασθενέστερων χωρών του Νότου. Η ΕΕ, αντί να εργάζεται για τη σύγκλιση και την αλληλεγγύη, παρακολουθεί απαθής τη διευρυνόμενη ανισότητα μεταξύ Βορρά και Νότου και την επικράτηση των εθνικών προτεραιοτήτων και του νόμου του ισχυρότερου. Τραγικό θύμα αυτού του θλιβερού φαινομένου υπήρξε η Κύπρος, που έτυχε πέρυσι μιας βάναυσης και αισχρής συμπεριφοράς από τους εταίρους της. Πρόσφατα, η χλιαρή αντίδραση του Συμβουλίου στην προκλητική παραβίαση από τη νέο-οθωμανική Τουρκία των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου στην ΑΟΖ της, κάθε άλλο παρά εκδήλωση εταιρικής αλληλεγγύης μπορεί να χαρακτηριστεί.
Ωστόσο, όσο και αν δεν εμπνέει και προκαλεί πικρία και απογοήτευση η σημερινή εικόνα της Ευρώπης, για την Κύπρο η προσκόλληση και παραμονή στην ευρωπαϊκή οικογένεια αποτελεί μονόδρομο. Η χώρα δεν θα έχει καμία τύχη έξω από αυτό το πλαίσιο. Η ιδιότητα της Κύπρου ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί την ασπίδα σωτηρίας της από τους τουρκικούς επεκτατικούς σχεδιασμούς. Θα πρέπει να αγωνιστούμε για να γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, αλλαγές και τομές, ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να παύσει να είναι αυτό που τώρα είναι και να γίνει αυτό που θέλουμε να είναι. Η μικρή Κύπρος, με πληθυσμό 0,02% του συνολικού πληθυσμού των 28 χωρών της ΕΕ, μπορεί να παίξει το ρόλο της σ’ αυτή τη μεγάλη πρόκληση. Είναι αρκετά εύγλωττο αυτό που είπε κάποτε ένας μεγάλος ευρωπαίος ηγέτης, ο Ζακ Ντελόρ: «Απέναντι στην ιστορία δεν υπάρχουν μικρές και μεγάλες χώρες. Υπάρχουν χώρες που αντιδρούν γρήγορα στις εξελίξεις και αυτές που αφυπνίζονται με καθυστέρηση μπροστά στις παγκόσμιες ανατροπές και στον άγριο διεθνή ανταγωνισμό».
(Φιλελεύθερος, 9.11.2014)