Κατά καιρούς, γράφονται επικριτικά σχόλια για την ποιότητα των τηλεοπτικών προγραμμάτων. Παρακολουθώ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις αναλύσεις και τα σχόλια του κ. Μιχάλη Χριστοδούλου στην «Κ». Από τα δημοσιεύματά του προκύπτει ότι, κατά κανόνα, ποιότητα και τηλεθέαση πορεύονται διαφορετικούς δρόμους. Εύκολα θα μπορούσε να καταρτιστεί ένας μακρύς κατάλογος τηλεοπτικών προγραμμάτων, που μπορούν να χαρακτηριστούν ως «σκουπίδια» και προάγουν την ευτέλεια. Ο κατάλογος αρχίζει από την αναζήτηση συζύγων ή χαμένων συγγενών, συνεχίζει με την άγρια σαδιστική ή μαζοχιστική ανάλυση περιπτώσεων ανθρώπινης δυστυχίας και φθάνει μέχρι τα ωροσκόπια. Στον τομέα της ψυχαγωγίας, ο τηλεθεατής βυθίζεται σε ένα πνευματικό χάος με τα σίριαλ κυπριακής ή ελληνικής παραγωγής ή ξένα μεταγλωττισμένα, τα διαφόρων τύπων ριάλιτι και τις «σατυρικές» εκπομπές. Τα σενάρια της πλειονότητας των σίριαλ τα διακρίνει η ασυναρτησία, η χυδαιότητα, η πλαδαρότητα και η διαστροφή. Η τηλεοπτική σκουπιδοκουλτούρα συμπληρώνεται με τα ριάλιτι. Επειδή ο κόσμος έχει κουραστεί με αυτά τα προϊόντα εφευρέθηκαν τα ριάλιτι επωνύμων - celebrities ή τέως επωνύμων - celebrities. Ο κύκλος τελειώνει με τις εκπομπές, όπου εκστομίζονται κάθε λογής ανοησίες και οι παραγωγοί τους τις αποκαλούν «σατυρικές».
Όμως, στην περίπτωση της τηλεοπτικής βιομηχανίας, τα «προϊόντα» αυτά πουλάνε, με την τηλεθέασή τους να βρίσκεται στα ύψη και, έτσι, οι άρχοντες των ΜΜΕ την αξιοποιούν κατάλληλα. Αυτά τα τηλεοπτικά σκουπίδια απευθύνονται σε μια «ζαλισμένη» αγέλη, που έχει έντεχνα κατασκευαστεί και αποτελεί την μεγάλη πλειοψηφία των τηλεθεατών. Για το λόγο αυτό, είναι πιθανό να μην είναι αδόκιμος, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται, ο όρος «Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας» που αναφέρεται σε «μάζα», αντί του όρου «Μέσα Συλλογικής Επικοινωνίας». Ο όρος προέρχεται από τη μετάφραση του αγγλικού όρου «mass media». Μάζα θα πει λαός χωρίς κριτική ικανότητα, μια αγέλη που είναι έτοιμη να απορροφήσει με απάθεια κάθε μήνυμα.
Προβάλλεται η δικαιολογία ότι τα ΜΜΕ προσφέρουν αυτό που γυρεύει το κοινό και προσαρμόζονται στα γούστα και τις προτιμήσεις του. H συζήτηση για το αν η τηλεόραση προσφέρει αυτό που θέλουν οι τηλεθεατές, σχετίζεται με το σοφιστικό ερώτημα: «η κότα έκανε τ’ αυτό ή το αυγό την κότα;». Πρόκειται για ψευτοδίλημμα.
Τα ΜΜΕ μορφώνουν και διαμορφώνουν τα γούστα και τις απαιτήσεις του κοινού. Το κοινό εθίζεται στα παραισθησιογόνα που του προσφέρουν.
Και ακολουθεί το ερώτημα: Πως προστατεύεται ο τηλεθεατής από τη λαίλαπα της τηλεοπτικής σκουπιδοκουλτούρας; Οπωσδήποτε, με κανενός είδους ή μορφής λογοκριτική παρέμβαση του κράτους για να φιμώσει ένα παραγωγό ενός προγράμματος ή ένα καλλιτέχνη. Ακόμα και στην περίπτωση της σάτιρας, που θεωρείται τέχνη.
Εξ άλλου, στις πλείστες των περιπτώσεων τα τηλεοπτικά σκουπίδια είναι σύννομα. Σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα οι εκφραστές της βλακείας, της ασυναρτησίας και γενικά της τηλεοπτικής σκουπιδοκουλτούρας δεν διώκονται και μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθεροι.
Στις περιπτώσεις παράβασης θεσμοθετημένων κανόνων δεοντολογίας, προβλέπονται κατασταλτικά μέτρα από τον περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο και τους σχετικούς Κανονισμούς. Οι Κανονισμοί προνοούν βασικούς κανόνες δεοντολογίας που πρέπει να τηρούνται και επιβάλλουν στους σταθμούς τον αυτοέλεγχο των προγραμμάτων τους (Κανονισμός 21). Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των σταθμών, επεμβαίνει η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (ΑΡΤ), ύστερα από υποβολή παραπόνου ή αυτεπάγγελτα και επιβάλλει κυρώσεις. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της ΑΡΤ το πρόβλημα παραμένει. Τέλος, ακόμα και στις περιπτώσεις που διαπράττονται ποινικά αδικήματα, ο ποινικός νόμος και τα δικαστήρια δεν προσφέρουν τη λύση. Η επιστράτευση του ποινικού νόμου αρκετές φορές φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα από το ποθούμενο. Αντί να καταπνίξει τις «αθλιότητες», τις υπερπροβάλλει με το θόρυβο που προκαλεί η δίωξή τους.
Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι η απάντηση στο ερώτημα είναι πολύ απλή. Ο σημερινός τηλεθεατής μπορεί να προστατεύσει ο ίδιος τον εαυτό του με το πάτημα του τηλεχειριστηρίου. Σήμερα, οι τηλεθεατές έχουμε τη δυνατότητα εκλογής και επιλογής. Αν κάτι δεν μας αρέσει, αλλάζουμε κανάλι ή κλείνουμε την τηλεόραση και διαβάζουμε ένα βιβλίο ή παρακολουθούμε ένα Video ή DVD. Αξίζει , νομίζω, να παραθέσω τα όσα γράφει σχετικά ο Νίκος Δήμου, ο εξαίρετος αυτός Έλληνας διανοητής: «Αυτοί που επικρίνουν την τηλεόραση μου θυμίζουν την γεροντοκόρη του ανεκδότου που παραπονέθηκε ότι ο απέναντι γείτονας κυκλοφορούσε ολόγυμνος. Όταν ήρθε το 100 και διαπίστωσε πως από πουθενά δεν φαινόταν το άσεμνο θέαμα, η διαμαρτυρόμενη αντέτεινε: Βάλτε το σκαμνί πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, ανεβείτε και θα δείτε! Όπως για να δεις τον γυμνό γείτονα χρειάζεται να το επιδιώξεις, έτσι και για να δεις μία (κακή) εκπομπή, πρέπει να ανοίξεις την τηλεόραση και να την κρατήσεις ανοιχτή. Αλλά κανείς δεν σε υποχρεώνει να το κάνεις. Σίγουρα υπάρχει τηλερύπανση. Αλλά υπάρχει και αποτελεσματική μέθοδος αντίστασης: η αποχή. Και εσάς προστατεύει από τους ρύπους - και, αν γενικευθεί, θα υποχρεώσει τα κανάλια να αλλάξουν πρόγραμμα». (Νίκος Δήμου, TV or not TV? Καθημερινά Κυριακάτικα, έκδοση Νεφέλη, σελ. 152).
Το πρόβλημα είναι αν η μεγάλη πλειοψηφία των τηλεθεατών, που έχει καταντήσει, όπως αναφέρω πιο πάνω, μια «ζαλισμένη αγέλη», έχει τη δύναμη να αντισταθεί.
(Καθημερινή, 13.3.2011)