Σε επίσημη τελετή στη Βουλή των Αντιπροσώπων παραδόθηκε, στις 14/7/2017, από τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων Νίκο Βούρτση ο περιλάλητος «Φάκελος της Κύπρου». Το «άνοιγμα του Φακέλου», κατά τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, «είναι ανεκπλήρωτο χρέος της Ελλάδας στον κυπριακό λαό».
Αναμφίβολα, το υλικό που συνέλεξε η εξεταστική επιτροπή, που συστάθηκε μετά από ομόφωνη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων στις 21/2/1986, και πάνω στο οποίο στηρίχτηκαν το πόρισμα της πλειοψηφίας των μελών της επιτροπής από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και το πόρισμα της μειοψηφίας από βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, είναι πολύτιμο για τους ιστορικούς. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τον κυπριακό «Φάκελο» που κατάρτισε επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων. Όμως, το έργο που έχει να επιτελέσει ο ιστορικός του μέλλοντος παραμένει τεράστιο. Μπορεί να λέχθηκαν και κατατέθηκαν πολλά σημαντικά στοιχεία στις δυο εξεταστικές επιτροπές. Όμως, αρκετά αποδεικτικά στοιχεία, που θα έριχναν φως, δεν παρουσιάστηκαν είτε γιατί τα σχετικά έγγραφα έχουν εξαφανιστεί είτε γιατί οι κρίσιμες διαταγές είχαν δοθεί προφορικά. Επίσης, όπως φάνηκε, πέραν από αυτούς που βρέθηκαν στο προσκήνιο, υπήρχαν και πολλοί άλλοι και πολλά άλλα στο παρασκήνιο που καλύφθηκαν και συγκαλύφθηκαν. Συμπερασματικά, μπορεί να λεχθεί ότι «Φάκελος της Κύπρου» δεν υπήρξε ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Κύπρο. Ούτε και σχηματίστηκε.
Όπως έγραψα και σε προηγούμενα άρθρα μου, δεν είναι έργο της Βουλής να γράφει Ιστορία. Η διαπίστωση της ιστορικής αλήθειας είναι έργο της επιστημονικής έρευνας. Η ιστορική αλήθεια που παρέχει η επιστήμη συμβάλλει αποφασιστικά στο να αποκτήσει ένας λαός την αυτογνωσία του. Ένας λαός χωρίς αυτογνωσία δεν μπορεί να βαδίσει σταθερά στο μέλλον. Ένας λαός ο οποίος έχει ιστορική αυτογνωσία διαπνέεται και από υγιή πατριωτισμό.«Eθνικόν είναι ό,τι είναι αληθές» μας διδάσκει ο Διονύσιος Σολωμός. Βέβαια, στην επιστήμη υπάρχουν διαφορετικές απόψεις ως προς το ποια είναι η ιστορική πραγματικότητα. Ο καθένας είναι ελεύθερος να έχει τη δική του άποψη για αυτήν και να προσκομίζει τις δικές του αποδείξεις και τα δικά του επιχειρήματα. Καλύπτεται για αυτό από την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία της διάδοσης του λόγου και την ελευθερία της έρευνας, ελευθερίες που αποτελούν θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου. Επίσης, η επιστημονική «ιστορική αλήθεια» δεν είναι απόλυτη ούτε διαχρονική. Η σημερινή αντίληψη της επιστήμης για την ιστορική αλήθεια μπορεί αύριο να είναι διαφορετική.
Τα μέλη των επιτροπών των δυο Βουλών δεν ήταν ιστορικοί αλλά πολιτικοί και πολιτικό και όχι ιστορικό αναμενόταν να ήταν τα πορίσματα των ερευνών. Αντί να αναλάβουν το ρόλο του ιστορικού, θα έπρεπε, έγκαιρα, να αξιώσουν από τους αρμοδίους την ποινική δίωξη αυτών που προετοίμασαν, εκτέλεσαν και συμμετείχαν στο πραξικόπημα, ώστε να επέλθει η πραγματική κάθαρση στο δημόσιο βίο τόσο της Ελλάδας όσο και της Κύπρου.
Στην Ελλάδα, κανένας από τους πρωταίτιους του πραξικοπήματος, αυτού του αποτρόπαιου εγκλήματος σε βάρος της Κύπρου και του λαού της, δεν δικάστηκε. Η πρώτη μετά την μεταπολίτευση κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή έκρινε ότι το «εθνικό συμφέρον» δεν επέτρεπε την προσαγωγή σε δίκη αυτών των εγκληματιών. Μόνο αυτοί που διενήργησαν το πραξικόπημα στις 21 Απριλίου του 1967 δικάστηκαν και καταδικάστηκαν και το έγκλημά τους θεωρήθηκε «στιγμιαίο». Και όχι μόνο τούτο. Οι στρατιωτικοί της Χούντας που διέπραξαν το πραξικόπημα στην Κύπρο συνέχισαν τη σταδιοδρομία τους ή και αφυπηρέτησαν μετά από προαγωγή τους σε ανώτερο βαθμό. Στην Κύπρο ο αρμόδιος για τις ποινικές διώξεις Γενικός Εισαγγελέας, βασιζόμενος στον «κλάδο ελαίας» που έφερε με την επιστροφή του στην Κύπρο ο Μακάριος το Δεκέμβριο του 1974, δεν προέβηκε σε ποινική δίωξη εναντίον οποιουδήποτε από αυτούς που μετείχαν στην πραξικοπηματική κυβέρνηση του Νικολάου Σαμψών. Η μόνη εξαίρεση έγινε για τον Σαμψών. Αφορμή υπήρξε ένας εμπρηστικός λόγος που εκφώνησε στο μνημόσυνο του Γρίβα στη Λεμεσό.
Η Ιστορία είναι αναμφίβολα συνδεδεμένη με τη πολιτική. Δεν πρέπει, όμως, αυτή η σχέση να φτάνει μέχρι του σημείου που η μελέτη και η σημασιοδότηση του παρελθόντος να χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς για εξυπηρέτηση μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Στην Κύπρο, τα τελευταία χρόνια έχουμε κατακλυσθεί από μια πληθώρα «ιστορικών» οι οποίοι βάλθηκαν να μας παρουσιάσουν τη δική τους ιστορική αλήθεια. Φύτρωσαν «Ιδρύματα» και «Ινστιτούτα» στο όνομα αποβιωσάντων πολιτικών – αμφιλεγόμενων και μη – και επιστρατεύθηκαν «ιστορικοί» για να γράψουν κατά υπαγόρευση και να δικαιώσουν και εξιδανικεύσουν τα πρόσωπα το όνομα των οποίων φέρουν αυτά τα σώματα. Άλλοι, που αναμίχθηκαν στα γεγονότα, έχουν γράψει τη δική τους ιστορία, με σκοπό την «αυτοδικαίωσή» τους. Τέλος, υπάρχουν και αυτοί που γράφουν για να γίνουν αρεστοί στους διάφορους διαπλεκόμενους φορείς εξουσίας. Ο νοών νοείτω.
(Φιλελεύθερος, 30/7/2017)