Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όλες οι διεκδικήσεις της Ελλάδας επικεντρώνονταν σε ελληνικά εδάφη που κατείχε η ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης ο Ελευθέριος Βενιζέλος έθεσε θέμα Β. Ηπείρου, Θράκης, νησιών, Κωνσταντινούπολης και Μικράς Ασίας. Για να επιτύχει τους στόχους του, βασιζόταν στην Αγγλία, που τη θεωρούσε ως «τον ισχυρό και εκ παραδόσεως σύμμαχο».
Το πρόβλημα της εθνικής αποκατάστασης της Κύπρου ο Βενιζέλος το έβλεπε να λύεται μέσα στα πλαίσια της ελληνοαγγλικής φιλίας κατά το πρότυπο του επτανησιακού. Είχε την πεποίθηση ότι η εθνική λύτρωση της Κύπρου θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο ύστερα από σταδιακές συνταγματικές εξελίξεις που θα οδηγούσαν με τον καιρό στην αυτοδιοίκηση και τελικά στην ένωση. Δεν ήθελε να διακινδυνεύσει τη βρετανική συμπαράσταση στις ελληνικές διεκδικήσεις των εδαφών της καταρρεύσασας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που η προσάρτησή τους στην Ελλάδα όχι μόνο δε θα παράβλαπτε τα βρετανικά συμφέροντα αλλά και θα τα εξυπηρετούσε.
Έτσι, όταν κυπριακή αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο τον επισκέφθηκε στο Παρίσι στις 30/12/1918 για να τον πείσει να θέσει το Κυπριακό ζήτημα στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης, ο Βενιζέλος συμβούλευσε τους Κυπρίους να αξιώσουν την εθνική τους αποκατάσταση μόνο από την Αγγλία και να προσέξουν να μη θιγεί η αγγλική ευαισθησία. Επίσης, εξέφρασε την αισιοδοξία ότι το κυπριακό ζήτημα «λίαν συντόμως θα είναι λελυμένον» (βλ. Γιάννη Π:Πικρού, Ο Βενιζέλος και το Κυπριακό, Αθήναι 1980, σελ. 31). Την αισιοδοξία του ο Βενιζέλος την στήριζε στις προσπάθειες του Λόϋντ Τζωρτζ που τελικά, όμως απέτυχαν γιατί συνάντησαν την οξεία αντίδραση των συντηρητικών συναδέλφων του στην κυβέρνηση με πρωταγωνιστή το λόρδο Κέρσον (βλ. G.S.Geordhallides, Α. Political and Administrative History of Cyprus, Λευκωσία 1979, σελίδες 108 - 111). Παρά τις προσπάθειες του Βενιζέλου, η κυπριακή αντιπροσωπεία, που στην πλειοψηφία της ήταν «Κωνσταντινική», έμεινε αμετακίνητη στις θέσεις της. Τούτο, ανάγκασε το Βενιζέλο να της απευθύνει επιστολή .στην οποία κατέληγε: «Τη στιγμή που η Βρετανία πρόσφερε το νησί στην Ελλάδα, οι αντιπρόσωποι της Κύπρου δεν κινήθηκαν διόλου, γι' αυτό και σήμερα δε θα έπρεπε να εμφανίζονται τόσο αδιάλλακτοι στις συμβουλές του Εθνικού Κέντρου» (βλ., G.S.Geordhallides, ανωτ. σελ. 124).
Η εθνική συμφορά της Μικρασιατικής καταστροφής δημιούργησε τεράστια προβλήματα στην μητροπολιτική Ελλάδα, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Παράλληλα με το πρόβλημα της αποκατάστασης των προσφύγων στο εσωτερικό, στο εξωτερικό όλη η προσπάθεια επικεντρώθηκε στην κατοχύρωση των εθνικών συνόρων και κυρίως των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της Δυτικής Θράκης, πράγμα που τελικά επιτεύχθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης χάριν στη διπλωματική δεξιοτεχνία του Ελευθερίου Βενιζέλου και στην αγγλική βοήθεια.
Για το ζήτημα της Κύπρου η πολιτική του Βενιζέλου παρέμεινε η ίδια. Εξακολουθούσε να πιστεύει ότι Κύπριοι έπρεπε να επιδιώξουν την παραχώρηση ευρύτερων ελευθεριών μέχρις ότου έλθει το πλήρωμα του χρόνου. Προσπάθησε να καθοδηγήσει την ηγεσία των Ελληνοκυπρίων προς την ορθή κατεύθυνση. Σε μια χειρόγραφη επιστολή του προς τον υπουργό του των εξωτερικών Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, ημερομηνίας 23/10/1931 - το πλήρες κείμενο της οποίας είχα παραθέσει σε επιφυλλίδα μου ημερ. 20/10/1989 στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» - αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι δέχτηκε τον κ. Λανίτη (Σ.Σ. πρόκειται για τον Ν. Κλ. Λανίτη) και τον κράτησε στο πρόγευμα για να προσπαθήσει να του υποδείξει «ότι η πολιτική την οποία υποστηρίζει είναι ανόητος». (Νίκος Χρ. Χαραλάμπους, Η πολιτική διάσταση της εξέγερσης του 1931, στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» ημερ. 19, 20 και 21 Οκτωβρίου 1989). (Σ.Σ. Το αντίγραφο της επιστολής, μού παραδόθηκε από την μ. Στέλλα Σουλιώτη).
Όμως, η ηγεσία των Ελλήνων της Κύπρου ακολουθούσε τη δική της «γραμμή», αντίθετη προς τις παραινέσεις του «εθνικού κέντρου», που οδήγησε στην «εξέγερση» του Οκτωβρίου του 1931. Η άκαιρη και απρογραμμάτιστη εξέγερση είχε, όπως ήταν φυσικό, οικτρό τέλος. Ακολούθησε μια περίοδος στυγνής δικτατορίας, η γνωστή «παλμεροκρατία».
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μιλώντας για το θέμα της εξέγερσης στη Βουλή των Ελλήνων στις 18/11/1931, ανάφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Η εν Κύπρω κίνησις ήτο φυσικόν να έχη βαθυτάτην και συμπαθεστάτην απήχησιν εις την ψυχήν ολοκλήρου του Ελληνικού Έθνους. Κατά των εκδηλώσεων δε της συμπαθείας ταύτης κανείς δεν θα είχε να αντείπη … Αλλ’ επιλαμβάνομαι της ευκαιρίας ταύτης διά να δηλώσω επισημότερον ποία είναι η αντίληψις της. παρούσης Κυβερνήσεως, εν σχέσει προς τας εθνικάς διεκδικήσεις όχι μόνον των Κυπρίων αλλά και των Δωδεκανησιωτών. Όσον βαθεία και αν είναι η απήχησις που ευρίσκουν εις την Ελληνικήν ψυχήν οι εθνικοί πόθοι των Ελλήνων κατοίκων των νήσων τούτων, είναι αδύνατον το Ελληνικόν Κράτος να αναλάβη την υποστήριξιν της πραγματοποιήσεως αυτών … Εχόμεν μάλιστα δικαίωμα, από τους Έλληνας το γένος κατοίκους αυτών, να ζητήσωμεν να είναι ολιγώτερον εγωισταί. Οφείλουν να πεισθούν ότι επιζητούντες να διαταράξουν τας φιλικάς και αρμονικάς σχέσεις Ελλάδος προς την Μεγάλην Βρετανίαν και την Ιταλίαν με την παράλογον ελπίδα, ότι θα υποβοηθήσουν ούτω την πραγματοποίησιν των εθνικών των πόθων, τούτους μεν ουδέ κατά κεραίαν θα προαγάγουν, ηδύναντο όμως να προκαλέσουν συμφοράν δια την Ελλάδα με την οποίαν ζητούν να ταυτίσουν την τύχην των ...» (Βλ. Πανταζή Τερλεξή, Διπλωματία και Πολιτική του Κυπριακού, Ανατομία ενός λάθους, σελίδες 77—79).
Πολλά ήταν τα λάθη της τότε ηγεσίας του τόπου που, δυστυχώς, επανελήφθησαν και στο μέλλον. Ενεργούσε με ένα πνεύμα εγωκεντρικού και αντεθνικού τοπικισμού και προσπαθούσε να επιβάλει στο εθνικό κέντρο τον καθορισμό των εθνικών προτεραιοτήτων. Ένα άλλο λάθος της ηγεσίας ήταν η άγνοια των διεθνών παραμέτρων του προβλήματος μας τις οποίες γνώριζε καλά ο Βενιζέλος.
Γράφτηκαν οι πιο πάνω γραμμές με μοναδικό σκοπό να συμβάλουν στο να αποκτήσουμε ιστορική αυτογνωσία που θα μας απαλλάξει από τη φοβερή μάστιγα της εθνικιστικής μυθολογίας. Έτσι, θα μπορέσουμε, έστω και τώρα, να αντλήσουμε διδάγματα από τα λάθη μας.
(Φιλελεύθερος, 15/10/2017)