Ένα ερώτημα που τίθεται συχνά και σήμερα και που προσπαθούν οι ιστορικοί να απαντήσουν είναι ποια σχέση είχαν τα σχέδια και οι αντιλήψεις των Φιλικών με την τελική διαμόρφωση των επαναστατικών γεγονότων στην κυρίως Eλλάδα και τα οποία, τελικά, οδήγησαν στην ίδρυση του ανεξάρτητου νεοελληνικού κρατιδίου. Aυτή πραγματικά ήταν η επιδίωξη των Φιλικών ή αυτό ήταν το αποτέλεσμα απροσδόκητων και τυχαίων γεγονότων και συγκρούσεων, αποτέλεσμα που κανένας δεν το σχεδίασε και δεν το επιδίωξε; Αν μπορούμε, από την εισβολή του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, να αντιληφθούμε κάποιο συνολικό σχέδιο, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αυτό ασφαλώς ήταν πολύ πιο μεγαλεπήβολο από την εξέγερση που ακολούθησε. Εξ άλλου, ο Ρήγας Φεραίος, Βλάχος την καταγωγή, στα επαναστατικά και πολιτικά κείμενά του ονειρεύτηκε ένα πολυεθνικό Βαλκανικό κράτος. Υπάρχει, επίσης, η άποψη που υποστηρίζει ότι οι Φιλικοί θεωρούσαν ότι καταλληλότερος τόπος για την εξέγερση ήταν η πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη και θα είχε σκοπό την ανατροπή ολόκληρης της πολυεθνικής και αχανούς αυτοκρατορίας.
Tελικά, η ιστορία άρχισε να γράφεται στην Πελοπόννησο. Εκεί, στις 23 Μαρτίου 1821 στην Καλαμάτα, σύμφωνα με την έγκυρη ιστορική άποψη, ή στις 25 Μαρτίου 1821 στη Μονή της Αγίας Λαύρας, σύμφωνα με ένα από τους ιστορικούς μύθους, άρχισε η επανάσταση για να επεκταθεί στη Στερεά Ελλάδα και στα Nησιά.
Έξι χρόνια μετά την έναρξη της εξέγερσης των Ελλήνων, το 1827, η διχόνοια μεταξύ των επαναστατών, που έφτασε σε σημείο εμφύλιας σύγκρουσης, σε συνδυασμό με τις επιτυχίες των Τουρκικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο, την Αθήνα και το Μεσολόγγι, οδηγούσε την επανάσταση στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Όμως, τότε, κατά καλή ιστορική συγκυρία, έγινε η μεταστροφή της στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων σε σχέση με τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Τον Ιούλιο του 1827 οι Άγγλοι, οι Γάλλοι και οι Ρώσοι αποφάσισαν πως ήταν καιρός να αποκτήσουν οι Έλληνες την αυτονομία τους. Μετά από έξι χρόνια αιματοχυσίας, ήλθε η απρόσμενη ώρα της επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης οι οποίες στην αρχή της επανάστασης, ενωμένες ως «ιερή συμμαχία» με πρωτοστάτες τους Αυστριακούς υπό την ηγεσία του Μέτερνιχ, την αποκήρυξαν. Στην αρχή η σκέψη ήταν όπως οι Έλληνες αποκτήσουν όχι την ανεξαρτησία τους αλλά, με αντάλλαγμα την πληρωμή ετήσιου φόρου στο Σουλτάνο, μια αυτονομία στη διαχείριση των εσωτερικών τους ζητημάτων. Με βάση τη Συνθήκη του Λονδίνου της 6ης Ιουλίου του 1827, η Βρετανία, η Ρωσία και η Γαλλία πρόσφεραν τη μεσολάβησή τους στην Πύλη για να αποδεχθεί τα πιο πάνω. Ενώ οι Έλληνες αποδέχθηκαν τη διευθέτηση που πρόβλεπε η συνθήκη, ο Σουλτάνος αρνήθηκε ακόμη και να τη συζητήσει.
Σταθμό στην περαιτέρω εξέλιξη και επιτυχή κατάληξη του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων ήταν η αναπάντεχη συντριβή στη ναυμαχία του Ναβαρίνου στις 8.10.1827 του στόλου του Ιμπραήμ, από το στόλο των τριών Δυνάμεων, που είχε σπεύσει εκεί για να πείσει το Σουλτάνο να αποδεχθεί την ανακωχή, όπως πρόβλεπε η συνθήκη του Λονδίνου. Ήταν η χειρότερη ναυτική καταστροφή που έβρισκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία από το καιρό της ναυμαχίας της Ναυπάκτου.
Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που υπογράφηκε στις 10-22 Μαρτίου του 1829, περιείχε τον όρο ότι η Ελλάδα θα τελούσε υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης και καθοριζόταν ετήσιος φόρος προς τον σουλτάνο 1.500.000 γρόσια. Οριζόταν συνοριακή γραμμή στο ύψος Αμβρακικού - Παγασητικού κόλπου, ενώ προβλεπόταν επίσης κληρονομικός ηγεμόνας της Ελλάδας χριστιανός, ξένος προς τις βασιλικές οικογένειες των τριών δυνάμεων,
Ένας νέος πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατέληξε στη Συνθήκη της Αδριανούπολης της 14ης Σεπτεμβρίου του 1829. Με το άρθρο 10 της Συνθήκης αυτής οι Οθωμανοί αποδέχθηκαν όχι μόνο τη Συνθήκη της 6ης Ιουλίου του 1827 αλλά και το Πρωτόκολλο της 10-22 Μαρτίου 1829, δηλαδή και τον καθορισμό της συνοριακής γραμμής Αμβρακικού - Παγασητικού κόλπου. Κατά τον μεγάλο άγγλο πολιτικό Γλάδστωνα, η Συνθήκη της Αδριανούπολης υπήρξε «το διεθνές συμβόλαιο της πολιτικής υπόστασης και αυτοτέλειας του ελληνικού κράτους».
Το διεθνές πολιτικό σκηνικό, που διαμορφώθηκε μετά τη Συνθήκη της Αδριανούπολης, επέτρεψε να ωριμάσουν κατά τους τελευταίους μήνες του 1829, οι συνθήκες για τη διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος οριστικά, στη βάση ίδρυσης ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Στις 22 Ιανουαρίου - 3 Φεβρουαρίου του 1830 η Διάσκεψη του Λονδίνου διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου που υπογράφτηκε από τους πληρεξουσίους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου, «η ελληνική Κυβέρνησις θέλει είναι μοναρχική και κληρονομική κατά τάξιν πρωτοτοκίας». Το ίδιο άρθρο παρείχε στις τρεις δυνάμεις το δικαίωμα της εκλογής του προσώπου του βασιλέα της Ελλάδας χωρίς καθόλου να έχει ερωτηθεί ο ελληνικός λαός. Επίσης, η συνοριακή γραμμή του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου κρατούσε έξω από το έδαφος της Ελλάδας μεγάλο τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Τροποποιούσε το Πρωτόκολλο της 10-22 Μαρτίου 1829 και ολόκληρη η περιοχή πέρα από τον Αχελώο επανήλθε στην εξουσία του σουλτάνου. Τέλος, αξιοσημείωτο είναι και το «Συμπέρασμα» του Πρωτοκόλλου όπου «αι τρεις Δυνάμεις συγχαίρουν αλλήλας» για το «κλείσιμο» του ελληνικού ζητήματος.
Έτσι, συγκροτήθηκε το ελληνικό κράτος. Ένα μικρό και μίζερο κρατίδιο, εξαρτημένο από τις ξένες «Δυνάμεις», που δεν πρόσφερε στο «Γένος» τη λύτρωση.
(Φιλελεύθερος, 30.3.2014)