Στις 29 Μαΐου 1453 τα στρατεύματα του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη. «Εάλω η Πόλις» (κατακτήθηκε η Πόλη), όπως αναφέρει ο Γ. Σφραντζής (Χρονικό, Γ. 64).
Η κατάλυση του βυζαντινού κράτους – για αυτοκρατορία την εποχή εκείνη δεν μπορούμε να μιλούμε – ήταν το προδιαγεγραμμένο τέλος μιας πορείας παρακμής που είχε αρχίσει να διαφαίνεται από το τέλος του δωδέκατου αιώνα με τη συρρίκνωση της εδαφικής επικράτειας της Αυτοκρατορίας από τις εισβολές, αρχικά, των Σελτζούκων Τούρκων και, στη συνέχεια, των Οθωμανών Τούρκων. Στις επιτυχίες των Τούρκων συνέβαλε αποφασιστικά η διαφθορά και αναποτελεσματικότητα της διοίκησής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η απληστία και αρπακτικότητα των αξιωματούχων του που είχαν ως αποτέλεσμα τη ψυχική αποξένωση του λαού από τους κυβερνώντες την Αυτοκρατορία. Η κατάληψη των βυζαντινών εδαφών από τους Τούρκους επιτυγχανόταν με πρωτοφανή ταχύτητα. Η ταχύτητα των επιτυχιών των Τούρκων δείχνει, εκτός από τη ζωτικότητα και τη δύναμη των επιδρομέων, την απροθυμία των πληθυσμών που κατακτήθηκαν να προβάλουν σθεναρή αντίσταση στους επιδρομείς.
Ένας από τους πιο σημαντικούς σταθμούς στην ιστορική πορεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αποτελεί η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους στη τέταρτη Σταυροφορία τον Απρίλιο του 1204. Ουσιαστικά, η Αυτοκρατορία διαλύθηκε. Για τους Δυτικούς, αυτή η σταυροφορία, που είχε αρχίσει σαν ένας αγώνας εναντίον των «απίστων» και για ανάκτηση της Άγιας Γης, είχε επιτύχει ένα σκοπό εξ ίσου «ιερό», την τιμωρίας των αιρετικών βυζαντινών και έτσι θεωρήθηκε σαν μια νίκη της χριστιανοσύνης! Μετά την άλωση, οι νικητές επιδόθηκαν σε ενέργειες που απέβλεπαν στην κατάλυση του βυζαντινού κράτους. Δημιούργησαν στη Κωνσταντινούπολη τη Λατινική Αυτοκρατορία και το λατινικό πατριαρχείο. Επίσης, προέβησαν στη σύσταση μιας σειράς λατινικών πριγκιπάτων στο έδαφος της Ελλάδας και στα νησιά του Αιγαίου.
Το 1208, ενώ διαρκούσε η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, στη Νίκαια «γεννήθηκε» μια νέα Βυζαντινή Αυτοκρατορία με αυτοκράτορα το Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρι. Οι Λατίνοι εκδιώχθηκαν τον Αύγουστο του 1261 από του Βυζαντινούς και αυτοκράτορας στέφθηκε ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος. Ο Μιχαήλ επιδόθηκε σε μια επίπονη προσπάθεια για να αποκαταστήσει την παλιά Βυζαντινή Αυτοκρατορία τόσο από εδαφική όσο και από πολιτιστική πλευρά. Μια από τις ενέργειές του ήταν και η ένωση των δυο εκκλησιών, της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης, που επιτεύχθηκε με τη Σύνοδο της Λυών του 1274. Η ένωση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην Αυτοκρατορία και ο Μιχαήλ αναγκάστηκε να τις καταπνίξει με βία. Η ένωση διάρκεσε μόνο τέσσερα χρόνια. Ο νέος πάπας Μαρτίνος αποκήρυξε την ένωση, αφόρισε τον Μιχαήλ, ως αιρετικό και κήρυξε εκστρατεία για «ανάκτηση της Ρωμανίας η οποία κατακρατείται από τον Παλαιολόγο». Την ένωση αποκήρυξε και ο διάδοχος του Μιχαήλ Ανδρόνικος Β΄. (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Εταιρεία Αθηνών, Τόμος Θ΄, σελ. 132).
Η διαμάχη των «ενωτικών» και των «ανθενωτικών», αυτών που υποστήριζαν της ένωση της Καθολικής Εκκλησίας με την Ορθόδοξη και αυτών που ήταν εναντίον, που συνεχίστηκε, υπέκρυπτε μια πολιτική σύγκρουση αναφορικά με τη μορφή και την υπόσταση του κράτους. Ο αυτοκράτορας και οι ενωτικοί επεδίωκαν, με τη βοήθεια των Δυτικών, να διατηρήσουν το κράτος που απειλούταν από εξαφάνιση. Η ομάδα του Πατριαρχείου οραματίζονταν την αναβίωση της άλλοτε οικουμενικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπου η Εκκλησία θα ανακτούσε το κλονισμένο κύρος της. (Τόνια Κιουσοπούλου, Βασιλεύς ή Οικονόμος, Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση, σελίδες 76, 77). Η διαμάχη μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας είχε και ως αίτιο τη μεταξύ τους σύγκρουση εξουσιών, όπως και στη Δύση. Ο Ιωάννης Ζ΄ εκδίωξε από τον πατριαρχικό θρόνο το Ματθαίο. Ο Ιωάννης διακήρυττε ότι εκείνος, ως εκ της θέσεώς του, ήταν ο «δεφένσωρ (υπερασπιστής) της Εκκλησίας» και ότι όφειλε να την προστατεύσει με όποιο τρόπο έκρινε πρόσφορο.
Από το 1321 άρχισε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μια περίοδο εμφυλίων πολέμων, που στην πραγματικότητα επρόκειτο για ενδοδυναστικές συγκρούσεις. Παρατηρούμε αφύσικες και ανίερες συμμαχίες των βυζαντινών αυτοκρατόρων με διαφόρους Τούρκους αρχηγούς. Εδάφη και άλλες παραχωρήσεις έδιναν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες στους Οθωμανούς σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών που τους πρόσφεραν οι τελευταίοι για να ανακτήσουν ή διατηρήσουν την εξουσία. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Ιωάννη Παλαιολόγου. Αξίζει να αναφερθούμε εκτενέστερα σ’ αυτό το κατάντημα εξαχρείωσης και εξευτελισμού βυζαντινού αυτοκράτορα. Ο γιος του Ιωάννη Ανδρόνικος, ο οποίος μετά από μια ανεπιτυχή απόπειρα να εκθρονίσει τον πατέρα του φυλακίστηκε από τον τελευταίο, κατόρθωσε να δραπετεύσει από τον πύργο στον οποίο ήταν φυλακισμένος και με τη βοήθεια Γενουατικών και Οθωμανικών στρατευμάτων μπήκε στην Κωνσταντινούπολη και στέφθηκε αυτοκράτορας, αφού πρώτα έκλεισε στον ίδιο πύργο τον πατέρα του και τον αδελφό του Μανουήλ. Τρία χρόνια αργότερα δραπέτευσαν και αυτοί και προσέτρεξαν στον Μουράτ, ζητώντας τη βοήθειά του. Ο Μουράτ ανταποκρίθηκε στο αίτημά τους και με το στρατό του τους αποκατέστησε στο θρόνο. Ως αντάλλαγμα αυτής της βοήθειας, ο Ιωάννης κατέβαλλε ένα μεγάλο ετήσιο φόρο υποτελείας, αναλάμβανε να προσφέρει στρατιωτική υπηρεσία στον Οθωμανικό στρατό και, το πιο σημαντικό, εκχώρησε στους Οθωμανούς τη Φιλαδέλφεια, που ήταν η τελευταία βυζαντινή πόλη που έμενε στη Μικρά Ασία. Όταν οι κάτοικοι της Φιλαδέλφειας αντέδρασαν, ο Ιωάννης και ο άλλος γιος του Μανουήλ πολέμησαν στο πλευρό των Οθωμανικών στρατευμάτων. (Lord Kinross, Οι Οθωμανικοί Χρόνοι, Η άνοδος και η πτώση της Τουρκικής Αυτοκρατορίας, Μετάφραση – Έκδοση Σπύρου Ονησιφόρου, Λευκωσία 1980, σελ. 57).
Όπως προαναφέρθηκε, η κατάληψη των βυζαντινών εδαφών από τους Τούρκους επιτυγχανόταν με πρωτοφανή ταχύτητα. Η ταχύτητα των επιτυχιών των Τούρκων δείχνει, εκτός από τη ζωτικότητα και τη δύναμη των επιδρομέων, την απροθυμία των πληθυσμών που κατακτήθηκαν να προβάλουν σθεναρή αντίσταση στους επιδρομείς. Αυτή η στάση ήταν το αποτέλεσμα της αποτυχίας της αυτοκρατορικής πολιτικής η οποία επιδείκνυε αδιαφορία για τα συμφέροντα και τις ανησυχίες των επαρχιακών πληθυσμών, ενώ ταυτόχρονα επέβαλε μια ανελέητη διοίκηση και ένα βαρύ και αυστηρό φορολογικό σύστημα. Για το λόγο αυτό δεν πρέπει να προκαλεί κατάπληξη η ειρηνική συμβίωση ανάμεσα στους αυτόχθονες βυζαντινούς πληθυσμούς και τους νεοφερμένους Τούρκους, παρά τη διαφορά στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Αυτή η πολιτική της αυτοκρατορικής εξουσίας είναι που οδήγησε στα αποσχιστικά κινήματα των Αρμενίων στην Ανατολή και των βαλκανικών πληθυσμών των περιοχών του Δούναβη. (Ελένη Γλυκάτζη – Αρβελέρ, Η Πολιτική Ιδεολογίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σελίδες 83 – 86).
Η πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης έγινε από το Σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄. Διάρκεσε έξι χρόνια και θα κατέληγε στην κατάκτησή της αν δεν συνέβαινε η σαρωτική νίκη το 1403 του Τιμούρ του Τάταρου, ή Τιμούρ του Χωλού, γνωστού ως Ταμερλάνου, εναντίον των στρατευμάτων του Σουλτάνου Βαγιαζήτ στη μάχη της Άγκυρας.
Όμως, τίποτε δεν μπορούσε να σταματήσει την κατάρρευση. Το Βυζαντινό κράτος κατά το δέκατο πέμπτο αιώνα ήταν ουσιαστικά διαλυμένο. Συρρικνωμένο εδαφικά, οικονομικά εξασθενημένο και στρατιωτικά αναποτελεσματικό. Η σταδιακή κατάληψη της Βαλκανικής από τους Οθωμανούς, που ολοκληρώθηκε με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων το 1430, περιόρισε την εδαφική επικράτεια στην πρωτεύουσα και τα κοντινά νησιά Λήμνο, Σαμοθράκη και Ίμβρο. Η τραγική αυτή κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα να διοικούνται ουσιαστικά ανεξάρτητα τα άλλα βυζαντινά εδάφη στα παράλια της Προποντίδας, στην Πελοπόννησο και στην περιοχή της Μεσημβρίας στη Μαύρη Θάλασσα.
Η χαριστική βολή δόθηκε το 1453 με την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο Μωάμεθ Β΄, από τη στιγμή που νεότατος διαδέχθηκε τον αποθανόντα αιφνιδίως πατέρα του Βαγιαζήτ Α΄, από την πρωτεύουσά του Αδριανούπολη είχε σταθερά το βλέμμα στραμμένο στην Κωνσταντινούπολη, την οποία οι Οθωμανοί θα μετονομάσουν σε Ισταμπούλ από την ελληνική φράση «εις την πόλιν».
Παραμονές της άλωσης, η κατάσταση στη Κωνσταντινούπολη ήταν αποκαρδιωτική. Η επικείμενη επίθεση είχε πανικοβάλει τον πληθυσμό, που αντιμετώπιζε και πρόβλημα επισιτισμού. Τραγική αντίφαση στην όλη κατάσταση ήταν η πολυτελής διαβίωση που επιδείκνυαν οι άρχοντες με τον υπερβολικός πλούτος που είχαν.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄, Παλαιολόγος, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει την απειλή, ζήτησε βοήθεια από τον πάπα Νικόλαο Ε΄, ο οποίος έβαλε ως όρο την ένωση των εκκλησιών. Ο Κωνσταντίνος αποδέχτηκε τον όρο. Διακόσιοι περίπου πολεμιστές ήλθαν για βοήθεια. Στις 12 Δεκεμβρίου 1452 στην Αγία Σοφία κηρύχθηκε η ένωση, που είχε ψηφίσει το 1439 η Σύνοδος της Φλωρεντίας. Ο λαός, με επικεφαλής τον μοναχό Γρηγόριο Σχολάριο, ο οποίος μετά την άλωση έγινε Πατριάρχης, αντέδρασε έντονα. Το σύνθημα που ακουόταν ήταν: «Την γαρ των Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απέστω αφ’ ημών η των αζυμιτών λατρεία». (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Εταιρεία Αθηνών, Τόμος Θ΄, σελ. 208). Επίσης, λέχθηκε τότε η περίφημη φράση από το Λουκά Νοταρά ένα από τους μεγάλους άρχοντες του Βυζαντίου: «Κρειττύτερον εστίν ιδέναι εν μέση πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν» ή, όπως η φράση διασώθηκε: «Καλύτερα τούρκικο φακιόλι παρά καλύπτρα λατινική». (Τόνια Κιουσοπούλου, Βασιλεύς ή Οικονόμος, Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση, σελ. 48. Ελένη Γλυκάτζη – Αρβελέρ, Η Πολιτική Ιδεολογίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σελ. 149).
Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης άρχισε στις 7 Απριλίου 1453. Στις 29 Μαΐου 1453 τα στρατεύματα του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή κατέλαβαν την Πόλη. Ένας αντικειμενικός ιστορικός δεν μπορεί να παραβλέψει το ηρωικό τέλος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και τη γεμάτη αξιοπρέπεια και πνεύμα αυτοθυσίας απάντηση που έδωσε στον Μωάμεθ όταν ο τελευταίος του πρότεινε να παραδώσει την Πόλη και ο ίδιος να εγκατασταθεί όπου θέλει, σώος και αβλαβής «Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστίν, ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης σημάδεψε την αρχή μιας μεγάλης γεωπολιτικής αλλαγής. Θεμελίωνε αυτό που αργότερα γνώρισε ο κόσμος, την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως παγκόσμια δύναμη.
(Φιλελεύθερος, 29.5.2011)