Η Ελληνική επανάσταση του 1821, που κατέληξε στην απελευθέρωση της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη δημιουργία του Ελληνικού κράτους, άρχισε στις 23 του Μάρτη στην Καλαμάτα και όχι στις 25 του Μάρτη στη Μονή της Αγίας Λαύρας από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, όπως λέγει ένας από τους πολλούς ιστορικούς μύθους.
Η ένοπλη δράση βασίστηκε αρχικά στους «κλέφτες», τις άγριες ανυπόταχτες ομάδες οι οποίες για χρόνια ζούσαν στα όρη από τη ληστεία και τη βία. Οι κλεφτές δρούσαν σε διάφορες ορεινές περιοχές της ενδοχώρας, όπως στο Μοριά, τη Ρούμελη, την Ήπειρο και τη Κρήτη, κάτω από ισχυρούς κληρονομικούς οπλαρχηγούς. Αρκετοί κλέφτες ήταν πρώην «αρματολοί». Το σώμα των αρματολών δημιουργήθηκε από τους Τούρκους για να αντιμετωπίσουν τους κλέφτες. Επίσης, αρκετοί αρματολοί ήταν πρώην κλέφτες. Στην εξέγερση έλαβαν μέρος και οι ανεξάρτητοι καπεταναίοι των νησιών και των παρακτίων περιοχών οι οποίοι ζούσαν κυρίως από την πειρατεία. Σταδιακά προσχώρησαν στην Επανάσταση και αρκετοί από τις τάξεις των «προνομιούχων». Αυτοί ήταν ντόπιες προσωπικότητες της διοίκησης, όπως οι δημογέροντες, προεστοί κοτζαμπάσηδες των χωριών και των πόλεων.
Στον ένοπλο αγώνα κατά των Τούρκων μετείχε η «Ρωμιοσύνη» την οποία αποτελούσαν ποικίλων εθνικών προελεύσεων κάτοικοι του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου και των οποίων η εθνική συνείδηση βρισκόταν εν πολλοίς στο στάδιο της διαμόρφωσης. Τόσο ο «Θούριος» του Ρήγα, με τις αναφορές του στο πλήθος των υπόδουλων στους Οθωμανούς εθνοτήτων, όσο και η καταγωγή αρκετών πρωταγωνιστών της Επανάστασης (Αρβανίτες της Ύδρας και των Σπετσών, Σουλιώτες, Βλάχοι, σλαβόφωνοι κ.ά.) βεβαιώνουν «του λόγου το ασφαλές». Ο Θεόδωρος Πάγκαλος σε ένα άρθρο του στην «Καθημερινή», αφού καταγράφει την αρβανική του καταγωγή, αναφέρει ότι τα αρβανίτικα ήταν η γλώσσα που μιλούσε ο Κουντουριώτης, πρωθυπουργός της Ελλάδας, η Μπουμπουλίνα, ο Μπότσαρης, οι Σουλιώτες και πολλοί άλλοι. Ήταν η γλώσσα που ήξερε και καταλάβαινε ο Καραϊσκάκης, ο Αντρούτσος και πολλοί άλλοι αγωνιστές της Επανάστασης. (Θεόδωρος Πάγκαλος, Οι Αρβανίτες της Αττικής και η συμβολή τους στην εθνική παλιγγενεσία, στην «Καθημερινή» των Αθηνών, ημερ. 24.3.2007).
Τους εξεγερθέντες δεν τους συνέδεε μια εθνική ταυτότητα. Η συλλογική τους ταυτότητα ήταν μόνο η θρησκευτική. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία. Μέσα στους κόλπους της διαβιούσε και το «Γένος». Θα πρέπει να διακρίνουμε το «Γένος» από τους «Γραικούς». Όταν μιλούμε εδώ για «Γένος» εννοούμε το «Γένος των Ρωμιών», μια θρησκευτική, κατά κύριο λόγο, σύνθεση, με εθνοτική και γλωσσική ποικιλότητα, που είχε σχηματιστεί στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας. Οι «Γραικοί» ήταν το μέρος του «Γένους» που τους συνέδεε η Ελληνική γλώσσα.
Το φαινόμενο αυτό απαντάται και στους άλλους Βαλκανικούς λαούς. Οι λαοί των Βαλκανίων ζούσαν μέσα στην αντίληψη της ενιαίας ορθόδοξης χριστιανικής κοινωνίας. Αργότερα ο εθνικισμός δημιούργησε και γι αυτούς τα «έθνη» τους. Ο Καθηγητής Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης γράφει σχετικά: «Οι Βαλκάνιοι Εθνικιστές.... προσπάθησαν να προικίσουν τα κράτη τους μα μακρά ιστορία εθνικότητας και αισθητής εθνικής παρουσίας πριν από την επίτευξη κρατικής υπόστασης. Εξύμνησαν κατά κανόνα το μεσαιωνικό τους παρελθόν και επιδίωξαν να αποκαταστήσουν αδιάσπαστες συνέχειες εθνικής ύπαρξης από την πιο μακρινή αρχαιότητα». (Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, «Νοερές κοινότητες» και απαρχές του εθνικού ζητήματος στα Βαλκάνια, στο Εθνική Ταυτότητα και Εθνικισμός στη Νεότερη Ελλάδα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, 2003).
Η έναρξη της Ελληνικής επανάστασης του 1821 συνέπεσε με μια ιστορική συγκυρία η οποία συνέβαλε σημαντικά στις πρώτες επιτυχίες των επαναστατών. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ είχε επιλέξει εκείνη την περίοδο να εκστρατεύσει, με στρατεύματα από το Μοριά υπό την ηγεσία του αδίστακτου και έμπειρου διοικητή του Χουρσίτ Πασά, εναντίον του ανυπότακτου Αλή Πασά των Ιωαννίνων με σκοπό τη συντριβή του. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα τα φρούρια του Μοριά να παραμείνουν σχετικά ανυπεράσπιστα και έτσι οι Έλληνες επαναστάτες μπόρεσαν να καταλάβουν τις περισσότερες φρουρές τους. Παράλληλα, οι Έλληνες επαναστάτες των νησιών είχαν τεράστιες επιτυχίες, καταλαμβάνοντας τα Ψαρά και την Ύδρα.
Όμως. οι πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες δεν έγινε κατορθωτό να αξιοποιηθούν γιατί το σαράκι της διχόνοιας άρχισε να κατατρύχει το σώμα της επανάστασης. Τα σώματα των επαναστατών με τους προύχοντες, τους ηγέτες της εκκλησίας, τους Φαναριώτες, τους νησιώτες εμπόρους και τους κλέφτες, αντιπροσώπευαν ανταγωνιστικές δυνάμεις με αντίθετα συμφέροντα και φιλοδοξίες. Η διχόνοια μεταξύ των επαναστατών, που έφτασε σε σημείο εμφύλιας σύγκρουσης σε συνδυασμό με τις επιτυχίες των Τουρκικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο, την Αθήνα και το Μεσολόγγι, οδηγούσε την επανάσταση στα πρόθυρα της κατάρρευσης. H εξέγερση που άρχισε το 1821 είχε ουσιαστικά κατασταλεί και μόνο μικρές εστίες αντίστασης απέμεναν, οι οποίες ήταν θέμα χρόνου να σβήσουν και αυτές, όταν τον Ιούλιο του 1827 οι Άγγλοι, οι Γάλλοι και οι Ρώσοι αποφάσισαν πως ήταν καιρός να αποκτήσουν οι Έλληνες την αυτονομία τους. Μετά από έξι χρόνια αιματοχυσίας, ήλθε η απρόσμενη ώρα της επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης οι οποίες στην αρχή της επανάστασης, ενωμένες ως «ιερή συμμαχία» με πρωτοστάτες τους Αυστριακούς υπό την ηγεσία του Μέτερνιχ, την αποκήρυξαν. Στην αρχή η σκέψη ήταν όπως οι Έλληνες αποκτήσουν όχι την ανεξαρτησία τους αλλά, με αντάλλαγμα την πληρωμή ετήσιου φόρου στο Σουλτάνο, μια αυτονομία στη διαχείριση των εσωτερικών τους ζητημάτων. Με βάση τη συνθήκη του Λονδίνου τον Ιούλιο του 1827, η Βρετανία, η Ρωσία και η Γαλλία πρόσφεραν τη μεσολάβησή τους στην Πύλη για να αποδεχθεί τα πιο πάνω. Αν αυτή απορριπτόταν, οι τρεις Δυνάμεις επεφύλασσαν στους εαυτούς τους το δικαίωμα να εγκαθιδρύσουν διεθνείς σχέσεις με τους Έλληνες, με ανταλλαγή πρεσβευτών και αναγνώριση Ελληνικού ανεξάρτητου κράτους που θα περιλάμβανε τις επαναστατημένες περιοχές. Ενώ οι Έλληνες αποδέχθηκαν τη διευθέτηση που πρόβλεπε η συνθήκη, ο Σουλτάνος αρνήθηκε ακόμη και να τη συζητήσει.
Σταθμό στην περαιτέρω εξέλιξη και επιτυχή κατάληξη του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων ήταν η αναπάντεχη στις 20.10.1827 συντριβή στη ναυμαχία του Ναβαρίνου του στόλου του Ιμπραήμ, από το στόλο των τριών Δυνάμεων, που είχε σπεύσει εκεί για να πείσει το Σουλτάνο να αποδεχθεί την ανακωχή, όπως πρόβλεπε η συνθήκη του Λονδίνου. Ήταν η χειρότερη ναυτική καταστροφή που έβρισκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία από το καιρό της ναυμαχίας της Ναυπάκτου.
Ακολούθησε ένας νέος πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο οποίος κατέληξε στη συνθήκη της Αδριανούπολης. Κατά τον μεγάλο άγγλο πολιτικό Γλάδστωνα, η Συνθήκη της Αδριανούπολης υπήρξε «το διεθνές συμβόλαιο της πολιτικής υπόστασης και αυτοτέλειας του ελληνικού κράτους».
Η κατάσταση, όπως είχε διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες του 1829, έδειχνε ότι είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για τη διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος οριστικά. Στις 22 Ιανουαρίου - 3 Φεβρουαρίου του 1830 η διάσκεψη του Λονδίνου, ύστερα από αγγλική πρόταση, διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου που υπογράφτηκε από τους πληρεξουσίους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 όριζε: «H Ελλάς θέλει σχηματίσει εν Κράτος ανεξάρτητον, και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν». H πανηγυρική αυτή διακήρυξη της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας συνιστούσε διπλωματική πράξη ιδρυτική του ελληνικού κράτους. H διεθνής αναγνώριση του ελληνικού κράτους σήμαινε έναρξη της ύπαρξής του από την άποψη του διεθνούς δικαίου.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου, «η ελληνική Κυβέρνησις θέλει είναι μοναρχική και κληρονομική κατά τάξιν πρωτοτοκίας». Το ίδιο άρθρο παρείχε στις τρεις δυνάμεις το δικαίωμα της εκλογής του προσώπου του βασιλέα της Ελλάδας χωρίς καθόλου να έχει ερωτηθεί ο ελληνικός λαός. H εκπλήρωση του αρχικά διακηρυγμένου σκοπού της επεμβάσεως των τριών συμμάχων στον ελληνοτουρκικό αγώνα εξαίρεται και στο «Συμπέρασμα» του Πρωτοκόλλου όπου «αι τρεις Δυνάμεις συγχαίρουν αλλήλας» για το «κλείσιμο» του ελληνικού ζητήματος. Πράγματι, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία έβλεπαν σε αυτό το Πρωτόκολλο την οριστική διευθέτηση ενός ενοχλητικού ζητήματος. Οι Έλληνες, αντίθετα, έβλεπαν σε αυτό την απαρχή του ελεύθερου πολιτικού βίου του έθνους. Το νέο κράτος, αν και περιείχε λιγότερο από το ένα τρίτο των ελλήνων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την εποχή που ξέσπασε ο Αγώνας, ωστόσο αναγνωριζόταν επίσημα στη διεθνή κοινωνία. Έτσι πραγματοποιούνταν η πιο κρίσιμη καμπή της ελληνικής Ιστορίας
Κάτι που πρέπει να αναφερθεί και που συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια δημιουργίας της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας, είναι ότι τα πρώτα Συντάγματα που ψήφισε ο επαναστατημένος ελληνικός λαός –τα πλέον δημοκρατικά της εποχής τους μαζί με το Σύνταγμα των ΗΠΑ– αναγόρευσαν ως ισχύον Δίκαιο στην Ελλάδα «τους νόμους των αειμνήστων ημών αυτοκρατόρων». Τούτο, που ίσχυε μέχρι τη θέσπιση του Αστικού Κώδικα το 1946, ήταν μια από τις ιδεολογικές βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η «Μεγάλη Ιδέα».
Άμεση σχέση με την συγκρότηση του ελληνικού έθνους έχει και η επιλογή της εθνικής ονομασίας «Έλλην» και «Ελλάς». Αναμφισβήτητα, η επιλογή της εθνικής ονομασίας αποτελεί συστατικό στοιχείο -ένα μεταξύ άλλων- μιας σύνθετης διαδικασίας συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας. Είναι τώρα γνωστό, ύστερα από σοβαρές μελέτες πολλών ερευνητών, ότι ακόμη και η επιλογή του ονόματος «Έλληνες» δεν υπήρξε εξαρχής δεδομένη επειδή, η λέξη είχε, με την πάροδο των αιώνων, αλλάξει περιεχόμενο και σήμαινε τον ειδωλολάτρη. Σύμφωνα με όσα γράφει η Καθηγήτρια Χριστίνα Κουλούρη σε σχετικό άρθρο της, ο Δ. Καταρτζής, ένας λόγιος του 18ου αιώνα, έγραφε το 1783: «εκείνο τόνομα που από Χριστού ως την αιχμαλωσία μας, τόσους αιώνες έλαβε χρήσι, κ'η σημασία του βεβαιώθηκε με παραγραφή χρόνων αμνημονεύτων να σημαίνη ειδωλολάτρη, πώς μερικοί σπουδαίοι, ενάντια και στους κανόνες της γραμματικής τολμούν ν' αλλάζουν σημασία λέξις, και να λεν τον εαυτό τους Ελληνες, και να μην το'χουν πρόκριμα καθό χριστιανοί, και ατιμία καθό Ρωμηοί;». Απηχώντας κυρίαρχες απόψεις εκείνη την εποχή, ο Καταρτζής συνέδεε λοιπόν την ονομασία «Ρωμιοί» με την ορθόδοξη θρησκεία, βασικό και πρωταρχικό στοιχείο ταυτότητας. Αντίθετα ο Κοραής, που ήταν υποστηρικτής του ονόματος «Γραικοί», «επειδή», όπως έγραφε το 1805, «ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης», απέρριπτε κατηγορηματικά την ονομασία «Ρωμιοί», γιατί θύμιζε περίοδο δουλείας του έθνους. Τελικά, επικράτησε το όνομα «Έλληνες», το οποίο ισχυροποιήθηκε μέσα από το θαυμασμό προς την αρχαιότητα και τους αρχαίους προγόνους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η επιλογή του ονόματος επηρέασε συνολικά τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Τα τελευταία χρόνια, τέλος, η διεθνής ονομασία «Greece», η ονομασία που έδωσαν «τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης» και καθιερώθηκε στη Συνθήκη του Λονδίνου του 1830 ως η επίσημη ονομασία του νέου Κράτους, τείνει, με ελληνική διεκδίκηση, να αντικατασταθεί από την ονομασία «Hellas». Το βασικό επιχείρημα πίσω από αυτή τη διεκδίκηση είναι το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. (Χριστίνα Κουλούρη, Το όνομά μας, στο «Βήμα» των Αθηνών, ημερ. 21.11.2004).
Όπως έχω αναφέρει πιο πάνω, στον ένοπλο αγώνα κατά των Τούρκων μετείχαν ποικίλων εθνικών προελεύσεων κάτοικοι του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου, των οποίων η εθνική συνείδηση βρισκόταν εν πολλοίς στο στάδιο της διαμόρφωσης. Η ελληνική συλλογική εθνική ταυτότητα, που άρχισε να διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια της επανάστασης, πήρε την τελική της μορφή όταν το ελληνικό κράτος απέκτησε τη σημερινή του εδαφική επικράτεια. Στη διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής συνείδησης συνέβαλε αποφασιστικά η πολιτική της ομογενοποίησης την οποία προώθησε η κρατική εξουσία επιστρατεύοντας ποικίλους θεσμούς, όπως το εκπαιδευτικό σύστημα, τον στρατό, την Εκκλησία και τον τύπο, καθώς και την πνευματική και πολιτική ελίτ. Σήμερα, το ελληνικό έθνος αποτελεί μια ιστορική ζωντανή πραγματικότητα που δεσμεύει το νου και τη ψυχή των ανθρώπων που ζουν όχι μόνο στην Ελληνική Επικράτεια αλλά και στην Κύπρο, καθώς και στα διάφορα μέρη του πλανήτη μας.
Συμπερασματικά, μπορούμε να καταλήξουμε ότι η αναζήτηση της ταυτότητας του νέου ελληνισμού πέρασε πολλές φάσεις. Η εξέλιξη που οδήγησε από το πολυεθνικό βυζαντινό κράτος στη δημιουργία του σημερινού ελληνικού έθνους ήταν μια εξέλιξη σύνθετη και περίπλοκη. Ο σύγχρονος Έλληνας, όπως και κάθε σημερινός κάτοικος του πλανήτη μας, είναι το παράγωγο μιας πολυκύμαντης ιστορικής εξέλιξης από την αρχαιότητα ως σήμερα. Οι σημερινοί Έλληνες είναι Έλληνες, γιατί έτσι αυτοπροσδιορίζονται. Και τούτο, ανεξάρτητα από την εθνοτική τους καταγωγή. Κάθε άτομο και κάθε λαός έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Με άλλα λόγια, κριτήριο εθνικότητας είναι η θέληση ενός ατόμου, μιας κοινωνίας ή μιας κοινωνικής ομάδας να ανήκουν σε ένα ορισμένο έθνος ή ακόμη σε ένα ορισμένο πολιτισμό. Τα εθνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά ενός λαού δεν προσδιορίζονται με βάση τον τύπο του αίματος, το σχήμα του κρανίου το χρώμα του δέρματος κ.λ.π. ‘Έτσι, συζητήσεις για τη φυλετική καθαρότητα των Νεοελλήνων δεν έχουν καμιά θεωρητική ή πρακτική σημασία. Σημασία έχει ότι αισθάνονται και αυτοπροσδιορίζονται Έλληνες. Τα ίδια μπορούν να λεχθούν και για την εθνική καταγωγή των Ελληνοκυπρίων.
(Από τον ιστοτόπο του συγγραφέα )