- Οι Τουρκοκύπριοι.
Υποστηρίχθηκε από ορισμένους συγγραφείς πως οι Τουρκοκύπριοι κατά το μεγαλύτερο μέρος δεν είναι γνήσιοι Τούρκοι, αλλά στην πραγματικότητα Έλληνες, που για διαφόρους λόγους πέρασαν στον ισλαμισμό. Αυτή τη θέση συναντά κανείς στα βιβλία των Αλέξης Αδ. Κύρου, Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, Αθήναι 1955 και του Κώστα Π. Κύρρη, Κύπρος, Τουρκία και Ελληνισμός, Θεσμοί, Δομές, Σχέσεις, Προβλήματα, Λευκωσία 1980.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς το νέο τουρκικό πληθυσμιακό στοιχείο ενισχύθηκε με εξισλαμισμένους γηγενείς.
Όμως, στο μεγαλύτερο μέρος του, το τουρκοκυπριακό τμήμα του πληθυσμού της Κύπρου αποτελείται από απογόνους εκείνων των Τούρκων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο στο πλαίσιο της παραμονής στο νησί πρώην στρατιωτών και των δικών τους ή του ερχομού υπαλλήλων της οθωμανικής διοίκησης και, περισσότερο, του συστηματικού εποικισμού με κατοίκους της Ανατολής και άλλων περιοχών. Όπως σωστά παρατήρησε ο Πανταζής Τερλεξής, ο ισχυρισμός, πως οι σημερινοί Τουρκοκύπριοι δεν είναι παρά αλλαξοπιστήσαντες Έλληνες συνιστά υπερβολή. (Πανταζής Τερλεξής, Διπλωματία και Πολιτική του Κυπριακού. Ανατομία ενός λάθους, Έκδοση Β΄, σελίδες 59 – 60). Τέτοιοι ισχυρισμοί εκφράζουν ένα τυφλό εθνικισμό, που οδηγεί σε απώλεια της επαφής με την πραγματικότητα.
Οι Τουρκοκύπριοι ανέκαθεν αποτελούσαν μια εντελώς ξεχωριστή θρησκευτική, γλωσσική και εθνική κοινότητα. Από γεωγραφικής απόψεως ήταν διεσπαρμένοι, εφ' όσον ουδέποτε στο παρελθόν δεν κατοικούσαν μια συγκεκριμένη περιοχή της νήσου. Αν και σκορπισμένοι σ' όλη την Κύπρο υπήρχε η τάση να σχηματίζουν τους δικούς τους « μαχαλάδες ». Αυτό συνέβαινε κατά κανόνα στις έξι κύριες πόλεις, αλλά και σε μερικά χωριά όπου αποτελούσαν τη μειοψηφία. Κατά την εποχή της ανακήρυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στις έξι πόλεις, επί 156.130 κατοίκων, οι 102.712 ήταν Έλληνες, 34.743 Τούρκοι και 18.675 άλλοι. Σε μερικά χωριά ήταν η πλειοψηφία, ενώ σε μερικά άλλα οι Τούρκοι ήταν οι αποκλειστικοί κάτοικοι, όπως σε πολλά άλλα ήταν οι "Έλληνες, Σε σύνολο 619 χωριών, 120 με πληθυσμό 35.840 κατοικούντο αποκλειστικά από Τούρκους, ενώ 106 ήταν μικτά με 60.878 Έλληνες και 25.713 Τούρκου:. Τα υπόλοιπα 393 κατοικούντο αποκλειστικά από Έλληνες. (Πανταζής Τερλεξής, Διπλωματία και Πολιτική του Κυπριακού. Ανατομία ενός λάθους, Έκδοση Β΄, σελ. 61). Μετά την Τουρκική εισβολή και την εγκατάσταση στην Κύπρο των εποίκων, επήλθε μια ριζική ανατροπή της δημογραφικής σύνθεσης του πληθυσμού.
- Οι σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου πριν την Ανεξαρτησία.
Είναι πολλοί στην Ελλάδα και στην Κύπρο πού υποστηρίζουν ότι η πολιτική διχόνοια που δημιουργήθηκε μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου ήταν το αποτέλεσμα της Βρετανικής πολιτικής η οποία επιστράτευσε την αποικιακήν αρχήν του «διαίρει και βασίλευε». Πρόκειται για ένα μύθο. Τη διχόνοια τη δημιούργησε, όπως καταφαίνεται πιο κάτω, ο εθνικισμός των ηγεσιών των δυο κοινοτήτων. Η αντίθεση του τουρκοκυπριακού στοιχείου στην ιδέα της «Ενώσεως» ήταν παλιά, από τα πρώτα χρόνια της βρετανικής κατοχής καί ασφαλώς η πολιτική της αγγλικής διοίκησης στην Κύπρο την ευνοούσε και την υπέθαλπε.
Είναι γεγονός ότι οι μεταξύ τους κοινωνικές σχέσεις, κυρίως μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων, ήταν αρμονικές. Μοιράζονταν την κοινή τους ανέχεια και δυστυχία. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι είχαν πριν από την έξαρση του εθνικισμού και στις δυο πλευρές και παρά τις εθνικοθρησκευτικές και άλλες διαφορές τους, αρκετά κοινά γνωρίσματα. Κοινά γνωρίσματα, που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας συμβίωσης τους. Όποιος έχει μελετήσει την κυπριακή ιστορία, γνωρίζει, πως οι δυο κοινότητες, ιδιαίτερα οι εργαζόμενοι, έχουν και παράδοση κοινών αγώνων. Θυμίζω ενδεικτικά την κοινή συνδικαλιστική αντίσταση κατά της απάνθρωπης εκμετάλλευσης στα μεταλλεία. Υπήρχαν διαφορές μεταξύ τους ως προς τη θρησκεία και τη γλώσσα. Υπήρχαν, επίσης, και πολιτιστικές διαφορές. Όμως, αυτές οι διαφορές δεν ήταν ικανές από μόνες τους να οδηγήσουν σε πολιτική σύγκρουση των δυο κοινοτήτων αν δεν υπήρχε ο εθνικισμός ο οποίος αναπτύχθηκε αρχικά από την ηγεσία των Ελληνοκυπρίων και πρώτιστα από την εκκλησιαστική ηγεσία., για να την ακολουθήσει αργότερα και η ηγεσία των Τουρκοκυπρίων.
Θα πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι στα πρώτα χρόνια της βρετανικής κατοχής της Κύπρου και μέσα στα πλαίσια του Νομοθετικού Συμβουλίου υπήρχε συνεργασία μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων σε θέματα που αφορούσαν την εσωτερική διακυβέρνηση του τόπου. Τα ελληνικά αιρετά μέλη ήταν στην αρχή πολύ προσεκτικά ώστε να μην διαταραχθεί αυτό το καλό κλίμα στις σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων στο Νομοθετικό Συμβούλιο. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι σε ένα υπόμνημα που έστειλαν οι Ελληνοκύπριοι στον υπουργό Αποικιών στις 26.7.1895 στο οποίο γινόταν μνεία για Ένωση, τα ελληνικά αιρετά μέλη στο Νομοθετικό Συμβούλιο Πασχάλης Κωνσταντινίδης, Αχιλλέας Λιασίδης, Νικόλαος Ρώσσος και ο Ηγούμενος Κύκκου Γεράσιμος, εξέφρασαν την διαφωνία τους να γίνει η μνεία για Ένωση στο υπόμνημα, γιατί τούτο θα ενοχλούσε τους Τούρκους. (G. S. Georghallides, A Political and Administrative History of Cyprus, 1918 – 1926, σελ. 70).
Όμως, από τα πρώτα χρόνια της Βρετανικής κατοχής υπήρχε η δυσπιστία μεταξύ των δυο κοινοτήτων σε θέματα που άπτονταν το πολιτειακό καθεστώς της Κύπρου.
Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο οι Τουρκοκύπριοι αντέδρασαν στις συνταγματικές ρυθμίσεις του 1882. Θεώρησαν ότι το σχέδιο «για αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση είναι από κάθε άποψη επιζήμιο για τα δικαιώματά μας και καταστροφικό για την ασφάλεια που τώρα απολαμβάνουμε.... και αν επιβληθεί θα μας αναγκάσει όλους να εγκαταλείψουμε τη νήσο για κάποιο άλλο μέρος». (Doros Alastos, Cyprus in History, σελ. 322). Η πιο πάνω αντίδραση των Τουρκοκυπρίων είναι ενδεικτική της δυσπιστίας και καχυποψίας που έτρεφαν από τότε προς του Ελληνοκύπριους.
Στη δημιουργία αυτού του κλίματος της δυσπιστίας και καχυποψίας συνέβαλαν και οι εχθρικές σχέσεις που υπήρχαν τότε μεταξύ του Ελληνικού κράτους, που αγωνιζόταν για την επέκταση των συνόρων του και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το χάσμα της διάσπασης και της δυσπιστίας των Τουρκοκυπρίων προς τους Ελληνοκυπρίους το διεύρυνε ο εθνικιστικός πατριωτισμός των νέων Ελληνοκυπρίων ηγετών που εμφανίστηκαν στην κυπριακή πολιτική σκηνή μόλις ανέτειλε ο 20ος αιώνας. Στις εκλογές του 1901 παρατηρείται μια ανανέωση της πολικής ηγεσίας των Ελληνοκυπρίων με την είσοδο στο Νομοθετικό Συμβούλιο νεαρών δικηγόρων που σπούδασαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και που εμφορούνταν από έντονα «εθνικιστικά» φρονήματα. Αυτοί οι «εθνικιστές», που εκτόπισαν την παλαιά φρουρά των «μετριοπαθών», ήταν οι Θεοφάνης Θεοδότου, ανεψιός του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου, Ιωάννης Οικονομίδης, ανεψιός του τέως Μητροπολίτη Κιτίου Κυπριανού, Χριστόδουλος Σώζος, Ν. Κλ. Λανίτης κ. ά. Αυτός ο εθνικισμός μεταφέρθηκε αναπόφευκτα και στο Νομοθετικό Συμβούλιο. Από αυτό το εθνικιστικό πνεύμα εμφορείτο η πλειοψηφία της ηγεσίας των Ελληνοκυπρίων σε όλα τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το άδοξο τέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου το 1931. Μόνο ένα μικρό διάλειμμα υπήρξε. Στις εκλογές του Οκτωβρίου 1925 επικράτησαν οι θεωρούμενοι ως «διαλλακτικοί», οι οποίοι, χωρίς να εγκαταλείπουν το αίτημα της Ένωσης, πίστευαν ότι θα έπρεπε να αγωνιστούν για περισσότερες ελευθερίες και διεύρυνση των εξουσιών του Νομοθετικού Συμβουλίου, με τη συνεργασία και των Τουρκοκυπρίων. Κάθε αναφορά για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα αντιμετωπιζόταν με αίτημα για επιστροφή της Κύπρου στην Τουρκία.
Στη διασάλευση των σχέσεων των δυο κοινοτήτων συνέβαλε και η εμφάνιση στο πολιτικό προσκήνιο νέων ηγετών των Τουρκοκυπρίων που τους εκπροσωπούσαν στο Νομοθετικό Συμβούλιο επί κεφαλής των οποίων ήταν ο Τούρκος Αντιπρόσωπος του Evkaf, Mussa Irfan. Ο Irfan από το 1913, που εκλέγηκε στο Νομοθετικό Συμβούλιο, πρωτοστατούσε στην πολιτική πόλωση μεταξύ των δυο κοινοτήτων και τη συμπόρευση των τουρκοκυπριακών αιρετών μελών με τα διορισμένα επίσημα μέλη. (G. S. Georghallides, A Political and Administrative History of Cyprus, 1918 – 1926, σελ. 75.)
Έκτοτε, πολιτική των Τουρκοκυπρίων ηγετών ήταν στενή συνεργασία με τη βρετανική διοίκηση και η διατήρηση του status quo. Δεν έλειψαν όμως και οι από μέρους Τουρκοκυπρίων ηγετών εθνικιστικές εξάρσεις. Τον Δεκέμβριο του 1922 ο Dr. Eyioub, αιρετό μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου, ενθουσιασμένος προφανώς από τη νίκη του Τουρκικού στρατού κατά του Ελληνικού στην Μικρά Ασία, έστειλε στον Κυβερνήτη αίτημα υπογραμμένο από αριθμό εκπροσώπων κοινοτήτων και χωριών με το οποίο ζητούσε την επιστροφή της Κύπρου στην Τουρκία ή τουλάχιστον την επιστροφή στην κατάσταση του 1878. (G. S. Georghallides, A Political and Administrative History of Cyprus, 1918 – 1926, σελ. 409).
Το Evkaf, το οποίο κατά τη βρετανική κατοχή ήταν ο πιο σημαντικός Τουρκικός κοινοτικό Οργανισμός στην Κύπρο, είχε αρμοδιότητα τη διοίκηση και εποπτεία των Μουσουλμανικών ευαγών ιδρυμάτων. Έπαιζε, επίσης, ιθύνοντα ρόλο στα εκπαιδευτικά θέματα των Τουρκοκυπρίων. Η βρετανική διοίκηση ανέθεσε τη διεύθυνσή του σε ένα Τούρκο Αντιπρόσωπο, κάτοικο Κύπρου, που όριζε η Τουρκική κυβέρνηση και διόριζε ο Ύπατος Αρμοστής και σε ένα Βρετανό Αντιπρόσωπο, που ήταν συνήθως ανώτερος λειτουργός της βρετανικής διοίκησης. Μέσον του Τούρκου Αντιπροσώπου η βρετανική διοίκηση ασκούσε σημαντική επιρροή στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, ιδίως κατά την περίοδο που τη θέση αυτή κατείχε ο Irfan στα έτη 1904 – 1925 και ο διάδοχός του Munir.
Σε μερικές περιπτώσεις αυτή η ένταση μεταξύ των δυο κοινοτήτων πήρε τη μορφή βίαιης και αιματηρής σύγκρουσης. Χαρακτηριστικά είναι τα αιματηρά επεισόδια τα οποία έλαβαν χώρα τον Μάιο του 1912. Στις 24 Μαΐου, ημέρα της Αυτοκρατορίας, μαθητές του Παγκυπρίου Γυμνασίου πήγαν εκδρομή στη Μονή του Χρυσοστόμου και από εκεί πεζή στο Βουφαβέντο. Στην επιστροφή τους πέρασαν από το χωριό Χαμίτ Μάντρες όπου βρέθηκαν αντιμέτωποι μιας ομάδας Τούρκων που έφεραν ρόπαλα, δρεπάνια και μαχαίρια. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στους μαθητές και τραυμάτισαν μερικούς μαθητές και καθηγητές που τους συνόδευαν. Οι Τούρκοι στις επόμενες μέρες εξακολουθούσαν να επιτίθενται σε κάθε Έλληνα περνούσε από τις συνοικίες τους. Στις 27 Μαΐου, ημέρα του Κατακλυσμού, έλαβαν χώραν στη Λεμεσό αιματηρά επεισόδια που στοίχισαν τη ζωή σε τέσσερις Ελληνοκυπρίους και δυο Τουρκοκυπρίους. Επίσης, τραυματίστηκαν περί τα 60 άτομα. (Αχιλλέας Λυμπουρίδης, Μελέτες για την Αγγλοκρατία στην Κύπρο, σελίδες 110 – 111).
Όπως έχει αναφερθεί, ενώ οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ των κατοίκων των δυο κοινοτήτων ήταν καλές στις πρώτες δεκαετίες της αγγλοκρατίας, στο πολιτικό τομέα και, κυρίως, σε θέματα που αφορούσαν την αλλαγή του αποικιακού καθεστώτος, υπήρχε πάντα μιά αμοιβαία δυσπιστία. Η δυσπιστία και ο ανταγωνισμός μεταξύ τών δύο κοινοτήτων καταφαίνεται στις εργασίες της Νομοθετικής Συνελεύσεως. Τα τουρκικά μέλη της Νομοθετικής Συνελεύσεως απέρριπταν εκ συστήματος κάθε συνταγματική πρόταση πού αποσκοπούσε στην παραμικρότερη έστω μεταβολή της φύσης και της σύνθεσης του Εκτελεστικού Συμβουλίου και του Νομοθετικού Σώματος. Γενικά αντετίθεντο σε κάθε απόπειρα διασαλεύσεως του υπάρχοντος καθεστώτος.
Στις 3 Ιουνίου 1928 τα εκλεγμένα τουρκικά μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου, απέστειλαν υπόμνημα στον υπουργό Αποικιών στο οποίο, αφού εξέφραζαν τα συγχαρητήρια τους στο Βασιλέα για τα γενέθλιά του, διαμαρτύρονταν για το υπόμνημα των ελληνοκυπρίων στο οποίο ζητούσαν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Στο υπόμνημά τους οι τρεις Τουρκοκύπριοι βουλευτές ανάφεραν ότι οι Τουρκοκύπριοι αντιτίθενται σε κάθε πολιτική αλλαγή στην Κύπρο, αφού η παρούσα μορφή διακυβέρνησης τους προσφέρει ένα «οχύρωμα ενάντια στη φυλετική και εθνική καταπίεση». (G. S. Georghallides, Cyprus and the governorship of Sir Roland Storrs, Nicosia 1985, σελ. 87).
Σε ένα υπόμνημα που υπέβαλαν οι Ελληνοκύπριοι στις 20.7.1929 στον υπουργό Αποικιών, μέσον του κυβερνήτη, χαρακτήριζαν άδικη την Αγγλο – Τουρκική Συνθήκη του 1878 στην οποία «ο κυπριακός λαός έγινε αντικείμενο μιας αναίσχυντης αγοραπωλησίας» και ζητούσαν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, επικαλούμενοι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών το οποίο η Αγγλία και οι σύμμαχοί της διακήρυσσαν κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου. Στη συνέχεια, στο υπόμνημα αναφερόταν ότι αν η Βρετανία εξακολουθούσε να αρνείται την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα, οι Ελληνοκύπριοι ζητούσαν την παροχή φιλελεύθερου Συντάγματος στο οποίο να προβλέπεται, μεταξύ άλλων: Οι αντιπρόσωποι του λαού στο Νομοθετικό Συμβούλιο να έχουν εξουσία να νομοθετούν αναφορικά με οποιοδήποτε εσωτερικό θέμα, εκτός από θέματα που επηρεάζουν το γενικό συμφέρον της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το Νομοθετικό Συμβούλιο να αποτελείται μόνο από εκλεγμένα μέλη και τα δυο μέρη που συνιστούν τον πληθυσμό της Κύπρου, δηλ. οι Έλληνες και οι Τούρκοι, να εκπροσωπούνται ανάλογα με τον αριθμό τους. Στο Εκτελεστικό Συμβούλιο την πλειοψηφία να την αποτελούν μέλη που θα ορίζει το Νομοθετικό Συμβούλιο. Τα επίσημα μέλη να είναι μόνο τρία, ο Αποικιακός Γραμματέας, ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Αρχιταμίας. Οι αποφάσεις του Εκτελεστικού Συμβουλίου να είναι δεσμευτικές για τον Κυβερνήτη. Ο τελευταίος να έχει το δικαίωμα να μην επικυρώνει τους νόμους. Μαζί με το ελληνικό υπόμνημα, ο κυβερνήτης Στορρς έσπευσε να αποστείλει στον υπουργό Αποικιών και τρία άλλα υπομνήματα. Το πρώτο, ήταν από τα τρία αιρετά τουρκοκυπριακά μέλη στο Νομοθετικό Συμβούλιο, το δεύτερο από εκπροσώπους των μειονοτήτων των Λατίνων και των Μαρωνιτών και το τρίτο από τον Αρχιεπίσκοπο των Αρμενίων. Και τα τρία υπομνήματα είχαν ένα κοινό παρονομαστή: Εξέφραζαν τη σφοδρή αντίθεση και των τριών μειονοτήτων στην ένωση ή σε οποιασδήποτε μορφής αυτονομία. Στο υπόμνημα του Αρχιεπισκόπου των Αρμενίων εκφραζόταν, μάλιστα, ο φόβος ότι οποιοσδήποτε ισχυρότερος έλεγχος των Ελλήνων θα αποδειχθεί «εντελώς αφόρητος» (absolutely intolerable) για τις μειονότητες. (Doros Alastos, Cyprus in History, σελ. 326. G. S. Georghallides, Cyprus and the governorship of Sir Roland Storrs, Nicosia 1985, σελίδες 224 – 230).
Οι αντιδράσεις των ηγετών της τουρκικής μειονότητας, στην περίοδο 1945-1950, ήταν αντίστοιχες προς τις ενωτικές εκδηλώσεις των Ελληνοκυπρίων. Οργάνωναν συγκεντρώσεις και δημοσίευαν ψηφίσματα ή έστελναν αντιπροσωπείες στην Άγκυρα κάθε φορά που η Εθναρχία προέβαινε σε διαβήματα ή εκδηλώσεις.
Είναι γεγονός ότι, αν εξαιρέσουμε ορισμένα μεμονωμένα επεισόδια, η αντίδραση των Τουρκοκυπρίων στις ελληνικές ενωτικές εκδηλώσεις στην αρχή ήταν ήπια. Με τον καιρό, η συνεχώς επιτεινόμενη δράση των Ελληνοκυπρίων που αποσκοπούσε στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ανάγκασε τους Τουρκοκυπρίους να οργανωθούν καλύτερα για πολιτική και, ενδεχομένως, αντιστασιακή δράση. Το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή έγινε το 1945, όταν συνεστήθη μια πολιτική οργάνωση πού έφερε το όνομα « Σύνδεσμος Τουρκικής Μειοψηφίας της Νήσου Κύπρου », γνωστή ως ΚΑΤΑΚ. Η πολιτική αυτή οργάνωση ανασχηματίστηκε αργότερα και εμφανίστηκε με τον τίτλο « Λαϊκό, Εθνικό Κόμμα Τουρκοκυπρίων », γνωστή ως ΚΜΤΜΡ. Αργότερα, ακολουθώντας τις νέες εξελίξεις, πήρε το όνομα «Ή Κύπρος είναι Τουρκική », γνωστή ως CKTP. Αυτές ακριβώς οι μεταλλαγές του τίτλου καθρεφτίζουν πιστά τα διάφορα στάδια, πού πέρασαν τα πολιτικά αιτήματα τής τουρκικής κοινότητος. Όταν ή δράση της ΕΟΚΑ εντάθηκε, οι Τουρκοκύπριοι δημιούργησαν τη δική τους «αντιστασιακή» οργάνωση VOLKΑΝ που αργότερα (τέλος του 1957) πήρε το όνομα ΤΜΤ (Οργάνωση Τουρκικής Αμύνης) με σύνθημα «διχοτόμηση ή θάνατος».
Η στάση των Τουρκοκυπρίων έναντι του αιτήματος για Ένωση εκδηλώθηκε κατά τον πιο σαφή τρόπο κατά τη διάρκεια των εργασιών της «Διασκεπτικής Συνέλευσης» στην περίοδο 1947 – 1948 που συνεκλήθη για να εξετάσει συνταγματικές προτάσεις αυτοκυβέρνησης που υπέβαλε η Βρετανική αποικιακή κυβέρνηση. (Για το θέμα, ο αναγνώστης παραπέμπεται σε σχετικό άρθρο στον Ιστοτόπο μου). Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι οι Τουρκοκύπριοι που έλαβαν μέρος στη Διασκεπτική δεν απέκρυψαν τη δυσπιστία τους προς τους Ελληνοκύπριους και αντέδρασαν στις θέσεις των Ελληνοκυπρίων για ευρύτερη αυτονομία. Είναι χαρακτηριστικά τα πιο κάτω αποσπάσματα από τις ομιλίες Τουρκοκυπρίων που έκαναν στις 20 Μαΐου 1948:
Χασάν Σιασμάς (Γραμματέας των Τουρκοκυπριακών Συντεχνιών»: «Αυτό το σύνταγμα που προχωρεί προς την αυτοκυβέρνηση έχει συνταχθεί με τόσο χαλαρό τρόπο ώστε θα είναι αδύνατο να προστατεύσει τα τουρκικά συμφέροντα. Για παράδειγμα, η πρόνοια με τίτλο «αριθμός αιρετών μελών» είναι επικίνδυνη για τους Τούρκους. Ωστόσο η υπόσχεση της Βρετανικής Κυβέρνησης – στην οποία έχουμε εμπιστοσύνη – ότι θα προστατεύσει τα συμφέροντα των Τούρκων είναι παρηγοριά για μας.... Θα αγωνιστούμε να μην παραμείνουμε κάτω από ελληνική καταπίεση.... Επιθυμούμε την διατήρηση καλών σχέσεων μετά ων Ελλήνων, αλλά ζητούμε, όπως αυτές βασίζονται επί ίσων όρων.... Αν η Βρετανική Κυβέρνηση συμφωνεί να εγκαταλείψει τη νήσο, τότε ας την επιστρέψει στον παλαιό κύριόν της, την εθνική μας εστία, την Τουρκία».
Ιρφάμ Χουσεΐν (εκπρόσωπος της Τουρκικής Αγροτικής Ένωσης): «Φαίνεται ότι οι Έλληνες συνάδελφοί μας είναι θυμωμένοι διότι δεν θέλουμε την αυτονομία. Έχει παρατηρηθεί πάντοτε σε κάθε ευκαιρία ότι ενεργούν με τρόπο που καταστρέφουν τον αυτοσεβασμό μας. Δεν είναι εμάς που πρέπει να κατηγορούν ότι ευθυνόμαστε για την έλλειψη εμπιστοσύνης προς αυτούς γιατί δεν μας έχουν εμπνεύσει αυτήν την εμπιστοσύνη.... Αν δεν ανάγκαζαν την κυβέρνηση του 1931 να καταργήσει τη Συνέλευση, τώρα το προτεινόμενο Σύνταγμα θα ήταν προχωρημένο σε πολιτικούς όρους....».
Τέλος, ο Ραούφ Ντενκτάς, αφού συμφώνησε με τις βρετανικές προτάσεις και είπε ότι οι Τούρκοι αντιπρόσωποι έχουν στόχο «τη διασφάλιση νόμων για την τουρκική μειονότητα», είπε και τα ακόλουθα: «Εμείς οι Τούρκοι είμαστε ευχαριστημένοι που ζούμε κάτω από τη Βρετανική διακυβέρνηση για 70 χρόνια.... Οι Έλληνες συνάδελφοί μου μιλούν για "ξένη διακυβέρνηση". Αν, με τη λέξη "ξένος", εννοούν εμάς, οι Τούρκοι θα ήθελαν να τους υπενθυμίσουν ότι δεν είμαστε ξένοι, αλλά μάλλον έχουμε περισσότερα δικαιώματα από αυτούς σ’ αυτό το νησί....». (Τα αποσπάσματα που παρατίθενται είναι από την «Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου» με επιμέλεια Π. Παπαδημήτρη, που δημοσίευσε ο Άριστος Κάτσης σε άρθρο του στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος», ημερ. 8.2.1986, με τίτλο: «Η Διασκεπτική συνέλευση και η στάση των τουρκοκυπρίων»).
Μετά την κατάρρευσή της Διασκεπτικής , άρχισαν να διοργανώνονται στις μεγάλες πόλεις της Κύπρου διαδηλώσεις και συλλαλητήρια για να εκφράσουν την αντίθεση τους στην Ένωση. Σε μια απ’ αυτές τις συγκεντρώσεις στη Λευκωσία, που έλαβε χώρα την 28 Νοεμβρίου 1948, αποφασίστηκε να σταλεί τηλεγράφημα στον Πρόεδρο και στον Πρωθυπουργό τής Τουρκίας, με τα έξης περιεχόμενο: «Οι δεκαπέντε χιλιάδες Τουρκοκύπριοι απεφάσισαν παμψηφεί να απορρίψουν το ελληνικό αίτημα για την προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα και για αυτονομία. Πιστεύουν ότι η προσάρτηση και η αυτονομία θα έχει σαν συνέπεια τον αφανισμό τής τουρκικής κοινότητος». (Πανταζής Τερλεξής, Διπλωματία και πολιτική του Κυπριακού. Ανατομία ενός λάθους, Έκδοση Β΄, σελ. 64).
Όταν λήφθηκε η απόφαση για δημοψήφισμα, η τουρκική αντίδραση άρχισε να παίρνει πιο συγκεκριμένη μορφή. Οι Τούρκοι της Κύπρου έστειλαν τηλεγραφικές διαμαρτυρίες στα Ηνωμένα Έθνη και στην Αγγλική Κυβέρνηση και η εφημερίδα του δρ. Κιουτσούκ «Χαλκϊν Σεσϊ» ( Φωνή τού Λαού) ζήτησε από τον Κυβερνήτη, Σερ Άντριου Ράιτ, να απαγορεύσει την διεξαγωγή του. Ό δρ. Κιουτσούκ οργάνωσε, μάλιστα, στις 15 Δεκεμβρίου 1949, μία συγκέντρωση διαμαρτυρίας η οποία υιοθέτησε ψήφισμα που καταδίκαζε την «Ένωση» και επεσήμαινε τον κίνδυνο ενδοκυπριακών ταραχών στην περίπτωση που δεν θα διατηρείτο το status quo. Αλλαγή διεθνούς καθεστώτος της Κύπρου δεν μπορούσε να είναι άλλη, κατά τον δρ. Κιουτσούκ, παρά η επιστροφή της Κύπρου στην Τουρκία, αν το εγκατέλειπαν οι Άγγλοι.
Οι συρράξεις μεταξύ των δυο κοινοτήτων άρχισαν πριν από τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ, όταν άρχισε η διεθνοποίηση του Κυπριακού. Στις 18 Δεκεμβρίου 1954, ύστερα από την απόφαση του ΟΗΕ να μην εγγραφεί το Κυπριακό για συζήτηση στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης, έλαβε χώρα διαδήλωση Ελληνοκυπρίων στη Λευκωσία οι οποίοι όταν διήλθαν από την οδό Ερμού προξένησαν ζημιές σε τουρκοκυπριακά καταστήματα. Το βράδυ της ίδιας ημέρας Τουρκοκύπριοι μπήκαν στην οδό Λήδρας και προξένησαν ζημιές σε ελληνοκυπριακά καταστήματα. Ήταν τότε που άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες για εκατέρωθεν οικονομικό «μποϋκοτάζ». Σε τούτο αντέδρασε η Αριστερά. Το εκφραστικό της όργανο, ο «Νέος Δημοκράτης» σε άρθρο του στις 24 Δεκεμβρίου 1954 έγραφε, μεταξύ άλλων: « Λογικά ο οικονομικός ¨πόλεμος¨ μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων Κυπρίων είναι μια ανοησία. .... Κανείς από τον λαό δεν πρόκειται να ωφεληθεί απ’ αυτό το σύνθημα». Στη συνέχεια το δημοσίευμα, αφού αναφέρει ότι Τούρκοι και Έλληνες εργάτες και αγρότες είχαν παραδόσεις κοινών αγώνων για βελτίωση της θέσης τους, καταλήγει: «Το καθήκον μας είναι να βοηθήσομε τους Τούρκους συμπατριώτες μας ν’ αγωνιστούν μαζί μας, για το κοινό καλό. Η γραμμή του μποϋκοτάζ είναι επικίνδυνο πολιτικό παραστράτημα, τόσο από της πλευράς των Ελλήνων, όσο και από της πλευράς των Τούρκων. Η πολιτική αυτή εξυπηρετεί το δόγμα του ¨διαίρει και βασίλευε¨ και κανένα άλλο. Ο λαός ας επαγρυπνεί».
Η δράση της ΕΟΚΑ εναντίον των συνεργατών των Άγγλων περιλάμβανε και την Αστυνομία στην οποία υπηρετούσαν πολλοί Τουρκοκύπριοι, κυρίως ως «ειδικοί αστυνομικοί» ή «επικουρικοί», όπως καλούνταν. Από την 1η Απριλίου 1955 ως τις 15 Νοεμβρίου 1958 σκοτώθηκαν 22 και τραυματίστηκαν 108 Τουρκοκύπριοι αστυνομικοί. (Παύλος Ν. Τζερμιάς, Η Κύπρος, από την αρχαιότητα ως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Τόμος Ι, σελίδες 311, 312).
Όπως αναφέρθηκε, παράλληλα με τη δράση της ΕΟΚΑ υπήρχε και ο τουρκοκυπριακός εθνικισμός με τις μαχητικές εξτρεμιστικές οργανώσεις (VOLKAN, ΤΜΤ). Η ΤΜΤ είχε ευθύς εξ αρχής έναν ακραίο εθνικιστικό προσανατολισμό. Ενεργούσε και εναντίον «συνεργατών του εχθρού» στο τουρκοκυπριακό στρατόπεδο. «Κομάντος» της ΤΜΤ έκαναν ξυλοδαρμούς κατά Τουρκοκύπριων «προδοτών», που ψώνιζαν σε ελληνικά μαγαζιά ή κάπνιζαν ελληνικά τσιγάρα. Η ΤΜΤ ασκούσε τρομοκρατία κατά Τουρκοκύπριων συνδικαλιστών, που ήταν μέλη της ΠΕΟ και συμπορεύονταν έτσι με τους Ελληνοκύπριους συναδέλφους τους. Για εκφοβισμό δολοφόνησε το 1958 δύο ηγετικά στελέχη του αριστερού τουρκοκυπριακού κινήματος, τα οποία αγωνίζονταν για τη συνεργασία με τους ακελιστές. Είναι ανεπίδεκτο αμφισβήτησης, πως οι αιματηρές συγκρούσεις της περιόδου 7 Ιουνίου ως 6 Αυγούστου 1958 μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων προκλήθηκαν από την ΤΜΤ με εντολή της Άγκυρας. (Παύλος Ν. Τζερμιάς, Η Κύπρος, από την αρχαιότητα ως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Τόμος Ι, σελ. 312).
Τον Ιανουάριο του 1958 προκάλεσαν φανατισμένοι Τουρκοκύπριοι αντιβρετανικές ταραχές. Κύριο αίτημα τους ήταν η διχοτόμηση (taksim) του νησιού. Ο στόχος τους συνίστατο στο να δημιουργήσουν στους Βρετανούς (ιδιαίτερα στον Κυβερνήτη Foot, που στα μάτια τους ήταν φίλος των Ελλήνων) καθώς και στη διεθνή κοινή γνώμη την εντύπωση, πως η συμβίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων είναι αδύνατη. Τουρκοκύπριοι ταραξίες κατέστρεψαν ελληνοκυπριακά καταστήματα και πυρπόλησαν μεταξύ των άλλων ένα εργοστάσιο τσιγάρων.
Από τις τουρκικές θηριωδίες η πιο φρικιαστική ήταν η σφαγή οκτώ άοπλων και ανυπεράσπιστων κατοίκων του χωριού Κοντεμένου από μια ομάδα εξαγριωμένων Τούρκων στο αμιγώς τουρκικό χωριό Κιόνελλι (Geunyeli). Υπάρχει ο ισχυρισμός ότι αυτό το στυγερό έγκλημα οφειλόταν σε αγγλοτουρκική «συμπαιγνία» και ότι τα θύματα μαζί με άλλους 27 συγχωριανούς τους μεταφέρθηκαν στο Κιόνελλι από βρετανικές «δυνάμεις ασφαλείας». (Εφημερίδα «Χαραυγή», ημερ. 13.6.1958).
- Οι σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου μετά την Ανεξαρτησία.
Οι Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου καθιέρωσαν ένα πολύπλοκο πολιτειακό σύστημα το οποίο βασιζόταν στο «δυαλισμό» της εξουσίας. Η συνταγματική διάρθρωση στηριζόταν στην ύπαρξη όχι ενός λαού αλλά δυο κοινοτήτων, της Ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και το δικοινοτικό αυτό πνεύμα διείπε ολόκληρη τη δομή του κράτους. Ο έγκριτος Έλληνας διπλωμάτης Βύρων Θεοδωρόπουλος εύστοχα παρατήρησε τα ακόλουθα: «Προϋπόθεση για να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα ήταν, ότι θα υπήρχε συνεργασία ανάμεσα στις δυο εθνικές ομάδες, καλή πίστη στην εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων και προ πάντων κοινή αντίληψη για την πολιτική φιλοσοφία, που εξέφραζε το Σύνταγμα. Όπως φάνηκε, έλειπαν και τα τρία αυτά στοιχεία». (Βύρων Θεοδωρόπουλος, Οι Τούρκοι και εμείς, σελ. 255).
Υπήρχε μεταξύ των δυο κοινοτήτων της Κύπρου αμοιβαία καχυποψία και δυσπιστία. Οι ηγεσίες τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων δεν πίστευαν στο νεοσύστατο κράτος. Δεν θα αναφερθώ στις διάφορες ομιλίες του Μακαρίου για Ένωση, ως αντίδραση στα όσα του καταμαρτυρούσαν οι αντίπαλοί του. Θα αρκεστώ να αναφερθώ σε μια επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Γεώργιο Παπανδρέου, ημερομηνίας 1.3.1964. Στην επιστολή του ο Μακάριος τόνιζε, πως στόχος του ήταν «η κατάλυσις των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, δια να δύναται αδεσμεύτως ο ελληνικός κυπριακός λαός εν συνεννοήσει μετά της μητρός πατρίδος να καθορίση το μέλλον του». Κι ανέφερε προσέτι, ότι υπέγραψε «εκ μέρους των Ελλήνων της Κύπρου» τις συμφωνίες αυτές, επειδή «ουκ ην άλλως γενέσθαι. Ουδ' επί στιγμήν όμως επίστευσα, ότι αι σνμφωνίαι θα απετέλουν μόνιμον καθεστώς...». (Άγγελος Βλάχος, Δέκα Χρόνια Κυπριακού, σελίδες 288 – 289). Η τουρκική πλευρά, και συγκεκριμένα ο Ντενκτάς, θεωρούσε σαν δεδομένο το ανεφάρμοστο των Συμφωνιών και αναγκαία την προετοιμασία για επικράτηση της τουρκικής θέσης. Ο Ερήμ γράφει στο ημερολόγιο του κατά την επίσκεψη του στην Κύπρο, στις 22 Μαρτίου 1960, για μια συνομιλία του με τους Κουτσιούκ και Ντενκτάς, κατά την οποία ο Ντενκτάς του δήλωσε: «Αυτό το κράτος ούτως ή άλλως δεν θα λειτουργήσει. Να συμπεριφερθούμε, λοιπόν, ανάλογα». (Μιλτιάδης Χριστοδούλου, Κύπρος, η Διχοτόμηση, μια πορεία χωρίς επιστροφή, σελ 57).
Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί και το «σχέδιο Ακρίτας» από ελληνοκυπριακής πλευράς και το σχέδιο για διχοτόμηση από τουρκοκυπριακής πλευράς που αποκαλύφθηκε από δυο έγγραφα που βρέθηκαν στα γραφεία Τουρκοκυπρίων αξιωματούχων όταν αυτοί αποχώρησαν από την κυβέρνηση. (Πλήρεις λεπτομέρειες αναφέρονται στο βιβλίο μου «Αναζητώντας την αυτογνωσία», Τόμος Β).
Με την υποβολή των «13 σημείων» ο Μακάριος έπαιξε το παιγνίδι της Τουρκίας, διευκολύνοντάς την να επανέλθει στα διχοτομικά της σχέδια. Σχετικό απόρρητο έγγραφο του βρετανικού υπουργείου των εξωτερικών ημερομηνίας 1ης Οκτωβρίου 1963 αναφέρει: «Έχουμε λογούς να υποθέσουμε ότι η τουρκική κυβέρνηση όχι μόνο φαίνεται να ανέχεται την κίνηση του Μακάριου για μονομερή δράση για τροποποιήσεις του Συντάγματος, αλλά, ίσως, και να την καλωσορίζουν, καθώς μάλλον μια τέτοια ενέργεια θα τους δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, οι οποίες θα τους δώσουν την ευκαιρία να εφαρμόσουν τα σχέδια τους για διχοτόμηση τη Κύπρου δια της βίας» (Μιλτιάδης Χριστοδούλου, Κύπρος, η Διχοτόμηση, μια πορεία χωρίς επιστροφή, σελ 66).
Μεγάλη ευθύνη φέρει η ηγεσία των Ελληνοκυπρίων με τα περίφημα «13 Σημεία» και το ακατανόητο «σχέδιο Ακρίτας» της «Οργάνωσης» του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη για το οποίο ήταν ενήμερος ο Μακάριος, όπως τούτο σαφώς προκύπτει από την προαναφερθείσα επιστολή που απέστειλε ο ίδιος στον Γεώργιο Παπανδρέου στις 1.3.1964. Στην επιστολή του έγραφε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Διαθέτομεν μίαν δυναμικήν Οργάνωσιν, της οποίας τα εκπαιδευθέντα μέλη ανέρχονται εις πέραν των 5.000 άνδρας, ο αριθμός δε ούτος αυξάνει. Δεν αποκρύπτω, ότι η Οργάνωσίς μας παρουσιάζει αδύνατα σημεία και υπήρξαν περιπτώσεις απειθαρχίας ή πρωτοβουλιών επιζήμιων». Ο Μακάριος δεν παρέλειπε ν' αναφερθεί και στη μεγάλη βοήθεια της ΕΛΔΥΚ.
Το «σχέδιο Ακρίτας» απέβλεπε στην μονομερή κατάργηση του Συντάγματος. Το ίδιο επεδίωκε και ο Μακάριος.
Το δημοσιευόμενο από τον Γλαύκο Κληρίδη ελληνικό κείμενο τιτλοφορείται: «Αι πρόσφαται (sic) πολιτικαί εξελίξεις» και δεν έχει ημερομηνία. (Γλαύκος Κληρίδης, Η Κατάθεσή μου, Τόμος Α΄, σελίδες 227 – 235).
Ο στρατηγός Γεώργιος Καραγιάννης, που μετά την εκδήλωση των γεγονότων του 1963, εκτελώντας αποστολή της ελληνικής κυβέρνησης ανέλαβε τη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων της Κύπρου, σε σειρά άρθρων του, από τις 13-25 Ιουνίου 1965, στην εφημερίδα της Ελλάδας «Εθνικός Κήρυξ», αναφέρει ότι αρχηγός της στρατιωτικής οργάνωσης ήταν ο Πολύκαρπος Γεωρκάτζης και υπαρχηγοί ο τότε πρόεδρος της βουλής Γλαύκος Κληρίδης και ο υπουργός εργασίας Τάσσος Παπαδόπουλος. Επιτελάρχης ανέλαβε ο Νίκος Κόσιης.
Όπως αναφέρει ο Γλαύκος Κληρίδης, στην προετοιμασία του Σχεδίου «έλαβαν μέρος ορισμένοι υπουργοί και συνεργάτες του Μακαρίου». Ο Κληρίδης αναφέρει επίσης ότι ο ίδιος «δεν είχε προσωπική γνώση του σχεδίου έως ότου δημοσιεύθηκε λίγα χρόνια αργότερα σε κυπριακή εφημερίδα». (Γλαύκος Κληρίδης, Η Κατάθεσή μου, Τόμος Α΄, σελ. 224).
Κατά τον Σπύρο Παπαγεωργίου, η υπό τον Πολύκαρπο Γεωρκάτζη «Οργάνωσις» είχε ιδρυθεί «προτροπή του Μακαρίου, ελειτούργει εγκρίσει αυτού, εστελεχούτο κρυφίως υπό υπουργών και άλλων στενών συνεργατών του και απέβλεπεν εις το να τον θωρακίση έναντι των συνεπειών του εγχειρήματος τροποποιήσεως του Συντάγματος». (Σπύρος Παπαγεωργίου, Από την Ζυρίχην εις τον Αττίλαν, Τόμος Α΄, σελίδες 219 – 220).
Το κείμενο του «Σχεδίου» διακρίνονταν για όχι λίγα λογικά ή γλωσσικά λάθη και για σύγχυση. Ακόμα και η επικεφαλίδα του εγγράφου με εκείνο το φοβερό «πρόσφαται» αποκαλύπτει το μορφωτικό επίπεδο του συντάκτη του.
Διαβάζοντας ένας προσεκτικά το κείμενο του «Σχεδίου» και, ειδικά, «την άλυσιν ενεργειών και εξελίξεων» που καταγράφονται για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου, διαπιστώνει όχι μόνο την άγνοια βασικών αρχών και κανόνων της διεθνούς έννομης τάξης, αλλά και παιδαριώδη πολιτική αφέλεια. Και να σκεφθεί κανείς ότι οι άνθρωποι που συμμετείχαν στην «Οργάνωσιν» για υλοποίηση αυτού του τερατώδους «Σχεδίου» διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των εξελίξεων στις επόμενες δεκαετίες. Δεν θα πρέπει, ως εκ τούτου, να απορεί κανείς γιατί φτάσαμε στο σημερινό κατάντημα.
Για να καταδειχθεί η ορθότητα των πιο πάνω διαπιστώσεων, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω απλά, χωρίς κανένα σχόλιο, το μέρος του «Σχεδίου» που αναφέρεται στο ρόλο της Οργάνωσης στην προσπάθεια αναθεώρησης του Συντάγματος:
«α. Σε περίπτωσιν αυθορμήτου αντιδράσεως των Τούρκων, εάν η αντεπίθεσίς μας δεν είναι άμεσος, διατρέχομεν τον κίνδυνον να αντιμετωπίσωμεν πανικόν των Ελλήνων.... ενώ αφ’ ετέρου άμεσος και καιρία επίδειξις της δυνάμεώς μας είναι πιθανόν να συνετίσει τους Τούρκους και να περιορίση την δράσιν των εις σποραδικάς ασημάντους ενεργείας, και
β. Σε περίπτωσιν μελετημένης ή υποβολιμαίας επιθέσεως, σκηνοθετημένης ή μη, των Τούρκων, επιβάλλεται να καταστείλωμεν ταύτην δυναμικώς εις το συντομώτερον δυνατόν χρονικόν διάστημα εφ’ όσον, εάν κατορθώσωμεν να γίνωμεν κύριοι της καταστάσεως εντός 1 – 2 ημερών, ουδεμία έξωθεν επέμβασις θα είναι δυνατή, πιθανή ή δικαιολογημένη.
γ. Εις οιανδήποτε εκ των άνω περιπτώσεων, δυναμική και αποτελεσματική αντιμετώπισις των Τούρκων θα διευκολύνη τα μέγιστα τας μεταγενεστέρας ενεργείας μας δια περαιτέρω τροποποιήσεις, ότε αύται θα είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν άνευ οιασδήποτε αντιδράσεως, διότι οι Τούρκοι θα γνωρίζουν ότι η αντίδρασίς των είναι αδύνατος ή επιζημία σοβαρώς δια την κοινότητά των και
δ. Εν περιπτώσει γενικωτέρας και γενικεύσεως της συγκρούσεως πρέπει να είμεθα έτοιμοι να προχωρήσωμεν αμέσως εις τας ενεργείας από α – δ, περιλαμβανομένης και της αμέσου κηρύξεως της Ενώσεως, διότι τότε ουδείς λόγος αναμονής ή διπλωματικών ενεργειών θα υπάρχη». (Σπύρος Παπαγεωργίου, Από την Ζυρίχην εις τον Αττίλαν, Τόμος Α΄, σελίδες 226 – 227).
Τα προαναφερθέντα δυο τουρκοκυπριακά έγγραφα σύμφωνα με τον Μιλτιάδης Χριστοδούλου βρέθηκαν στα συρτάρια του γραφείου του τότε Τουρκοκύπριου υπουργού Γεωργίας Φαζίλ Πλουμέρ και σύμφωνα με τον Γλαύκο Κληρίδη βρέθηκαν το Δεκέμβριο του 1963 στο χρηματοφυλάκιο του αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, όταν οι δυνάμεις ασφαλείας μπήκαν στο γραφείο του.
Στο πρώτο από τα έγγραφα διαπιστώνονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου έγινα αποδεκτές όχι ως οριστική λύση, αλλά ως προσωρινό ενδιάμεσο σταθμό. Στόχος μας παραμένει η διχοτόμηση (taksim), η πλήρης μας ελευθερία. .... Και οι Έλληνες θεωρούν το καθεστώς της Δημοκρατίας προσωρινό. Δεξιοί και αριστεροί Έλληνες εξοπλίζονται με αφάνταστη ταχύτητα. Σχεδόν κανένα από τα θεσπισθέντα στις συμφωνίες της Ζυρίχης δικαιώματα των Τούρκων δεν έχει πραγματωθεί. .... Η μόνη διέξοδος είναι να ενισχυθεί η πεποίθηση πως οι συμφωνίες είναι προσωρινός σταθμός και πως η κοινότητά μας αποτελεί χωριστό κράτος. Οι αντιπολιτευόμενοι μέσα στην κοινότητά μας βλάπτουν τον εθνικό μας αγώνα. Ο δρ. Ihsan Ali είναι φίλος των Ελλήνων ενωτικών εξτρεμιστών και των Βρετανών. Ο συνεργάτης του Αhmet(Ahmed) Μ. Gurkan έχει σχέσεις με τους κομμουνιστές. Ο Ayhan Hikmet βοηθάει τους Έλληνες με τα γραφόμενά του και τις ενέργειές του. Όλοι αυτοί θα πρέπει να παύσουν να τα κάνουν αυτά. Αν δεν πιστεύουν στον εθνικό αγώνα μας, πρέπει να τους αναγκάσουμε να σιωπήσουν....» Το έγγραφο αυτό θα πρέπει να γράφτηκε το αργότερο στις 23 Απριλίου 1962, γιατί τη νύχτα προς τις 24 Απριλίου 1962 δολοφονήθηκαν, από την ΤΜΤ οι Τουρκοκύπριοι Ahmet Μ. Gurkanκαι Ayhan Μ. Hikmet, των οποίων η «φιλελληνική» στάση επικρινόταν σφοδρά στο ντοκουμέντο. Ο Τούρκος πρεσβευτής στη Λευκωσία Εμίν Ντιρβάνα (Emin Dirvana), γνωστός για τη μετριοπάθεια του, καταδίκασε τη δολοφονία. Κατόπιν ενεργειών του Ντενκτάς ανακλήθηκε στην Άγκυρα.
Τα κύρια σημεία του δεύτερου εγγράφου, που φέρει ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1963, είναι:
«Το 1964 θα είναι μια αποφασιστική χρονιά. Οι Έλληνες ίσως καταργήσουν επίσημα το Σύνταγμα ή προσπαθήσουν να το αναθεωρήσουν. Σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να εγκαθιδρυθεί μια τουρκική Κυπριακή Δημοκρατία εκτός των συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου.
Ο Τούρκος Αντιπρόεδρος θα είναι πρόεδρος. Θα σχηματιστεί καθαρά τουρκική κυβέρνηση.
Η Τουρκία θ' αναγνωρίσει αμέσως αυτή την κυβέρνηση. Ύστερα, από αίτημα της τελευταίας η Άγκυρα θα επέμβει.
Οι Τούρκοι (Τουρκοκύπριοι), που είναι μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων, και τα μέλη της τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης θα σχηματίσουν κοινοβούλιο. Χωρίς αμφιβολία τα μέτρα αυτά θα προκαλέσουν ελληνικές αντιδράσεις. Μόλις αρχίσει η σύγκρουση, πρέπει οι Τουρκοκύπριοι να συγκεντρωθούν δια της βίας σε μια περιοχή και να υποχρεωθούν να την υπερασπίσουν. Η περιοχή θα επιλεγεί από ειδικούς. Για τη λειτουργία των διαφόρων υπηρεσιών πρέπει να ετοιμαστούν εγκαίρως λεπτομερή σχέδια.
Τι θα γίνει όμως, αν οι Ελληνοκύπριοι συνεχίσουν την παρούσα τακτική της μόνο de facto κατάργησης του Συντάγματος; Και σε μια τέτοια περίπτωση στόχος της τουρκικής κοινότητας πρέπει να είναι η εγκαθίδρυση χωριστής Δημοκρατίας, επειδή οι Τουρκοκύπριοι δεν μπορούν πλέον ν' ανεχθούν την παρούσα κατάσταση. Ο τουρκικός πληθυσμός του νησιού πρέπει ν' αυξηθεί με την είσοδο δήθεν τουριστών από την Τουρκία. Μόλις ολοκληρωθούν οι προετοιμασίες «από οικονομικής, στρατιωτικής και ηθικής πλευράς», η τουρκική κοινότητα θα είναι σε θέση ν' αποκομίσει δικά της οφέλη από τη συνταγματική κρίση, την οποία θα δημιουργήσουν οι Έλληνες». (Γλαύκος Κληρίδης, Η Κατάθεσή μου, Τόμος Α΄, σελίδες 219 – 220. Παύλος Ν. Τζερμιάς, Η Κύπρος, από την αρχαιότητα ως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Τόμος ΙI, σελ. 551).
Στις 21 Δεκεμβρίου 1963 έγινε στη Λευκωσία ένα επεισόδιο, που υπήρξε και η αρχή μιας αιματηρής διακοινοτικής σύγκρουσης. Μια ελληνοκυπριακή αστυνομική περίπολος θέλησε τη νύχτα της 20ής προς την 21η Δεκεμβρίου 1963, περίπου στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, σε μιαν κακόφημη συνοικία της πόλης να ελέγξει την ταυτότητα μιας ομάδας Τουρκοκυπρίων. Οι Τουρκοκύπριοι, μεταξύ τους και μια γυναίκα, που λέγεται ότι ήταν ιερόδουλος, κάθονταν σ' ένα αυτοκίνητο κοντά στο αθλητικό σωματείο «Ολυμπιακός» στην οδό Ερμού. Κατά τον Γλαύκο Κληρίδη, οι αστυνομικοί έλεγχοι είχαν κατόπιν εντολής του Γεωρκάτζη ενταθεί, επειδή υπήρχαν πληροφορίες για σχεδιαζόμενη διανομή όπλων σε Τουρκοκυπρίους. Οι Τουρκοκύπριοι αρνήθηκαν να ελεγχθούν. Ακολούθησε ανταλλαγή πυρών κατά την οποία σκοτώθηκαν η γυναίκα και ένας Τουρκοκύπριος. Τραυματίστηκε και ένας Ελληνοκύπριος αστυνομικός. Το επεισόδιο πήρε διαστάσεις. Γενικεύθηκε σε ένοπλη σύγκρουση.
Η αιματηρή σύγκρουση ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους η οποία ξέσπασε πρώτα στη Λευκωσία κι επεκτάθηκε μετά και σ' άλλες περιοχές του νησιού, δεν μπορεί να περιγραφεί εδώ λεπτομερώς. Θα πρέπει, όμως να αναφερθεί ότι στις συγκρούσεις αποτρόπαιες πράξεις κτηνωδίας διεπράχθησαν από ενόπλους των παραστρατιωτικών οργανώσεων και των δύο πλευρών. Πολλά ήταν τα θύματα μεταξύ των αμάχων, κυρίως, Τουρκοκυπρίων. Ενδεικτικά, αναφέρω τις δολοφονίες πολλών Τουρκοκυπρίων, μεταξύ τους και γυναικόπαιδων από τις άτακτες ομάδες που κατέλαβαν την Ομορφίτα. Κατά τον Σπύρο Παπαγεωργίου, την επιχείρηση στην Ομορφίτα διηύθυνε ο Νίκος Σαμψών. (Σπύρος Παπαγεωργίου, Από την Ζυρίχην εις τον Αττίλαν, Τόμος Α΄, σελίδες 239 – 241). Πολλοί είναι, επίσης, οι αγνοούμενοι, κυρίως Τουρκοκύπριοι, που απήχθηκαν από την εργασία τους.
Κατά τον Σπύρο Παπαγεωργίου, όταν άρχισε την παραμονή των Χριστουγέννων η μαζική ελληνοκυπριακή επίθεση κατά τουρκοκυπριακών θέσεων, κύριος στόχος ήταν, σύμφωνα με τα επιτελικά σχέδια του «Ακρίτα», όπως «αι Ελληνοκυπριακαί δυνάμεις επιβληθούν εις τον αντίπαλον εντός ταχυτάτου χρονικού διαστήματος και δη καθ’ άπασαν την νήσον, ώστε να μην δυνηθή να διατηρήση υπό τον έλεγχόν του ουδέ το ελάχιστον έδαφος, διότι – ως ορθώς εκρίνετο – τούτο θα εχρησιμοποιείτο ως πυρήν διχοτομήσεως. Παρά ταύτα έλεγχος τοιαύτης εκτάσεως δεν κατωρθώθη, δια πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους, να επιβληθεί επί των Τουρκοκυπρίων. Και αι συνέπειαι, αφεύκτως υπήρξαν μοιραίαι...». (Σπύρος Παπαγεωργίου, Από την Ζυρίχην εις τον Αττίλαν, Τόμος Α΄, σελ. 249).
Στο μεταξύ η τουρκική ηγεσία προχώρησε στην εφαρμογή των πρώτων φάσεων του σχεδίου που αναφέρεται στο έγγραφο που είχε ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου
Λίγο μετά τα επεισόδια, άρχισε, πρώτα σποραδικά, μετά οργανωμένη από τους ηγέτες των Τούρκων Κυπρίων, η έξοδος των Τούρκων Κυπρίων από τα μέχρι τότε μικτά χωριά και η εγκατάστασή τους σε αμιγή τουρκικά, ενώ στις πόλεις οι Τουρκοκύπριοι οχυρώθηκαν σε δικές τους συνοικίες. Έτσι, δημιουργήθηκαν οι θύλακες. Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως ο σχηματισμός θυλάκων έγινε από την τουρκοκυπριακή ηγεσία και την κυβέρνηση της Άγκυρας εντελώς ενσυνείδητα με στόχο τη διχοτόμηση, με βάση το πρόγραμμα που αναφέρεται στα προαναφερθέντα έγγραφα. Η Τουρκοκυπριακή ηγεσία ήθελε να θεμελιώσει τον ισχυρισμό της πως η συμβίωση με τους Ελληνοκύπριους δεν είναι πια δυνατή. Όμως, το σχέδιο της πληθυσμιακής μετακίνησης διευκολύνθηκε πολύ από τη δικαιολογημένη επιθυμία των Τουρκοκυπρίων για ασφάλεια. Σε τούτο συνέβαλαν αρκετά οι Ελληνοκύπριοι!
Με την πληθυσμιακή μετακίνηση η τουρκοκυπριακή ηγεσία εξασφάλισε μιαν οιονεί εδαφική βάση. Συμφωνά με μιαν έκθεση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, οι Ελληνοκύπριοι ήλεγχαν το 1964 το 98% του εδάφους της Δημοκρατίας. Ο ελεγχόμενος από την τουρκοκυπριακή ηγεσία χώρος ήταν μικρός κι όχι συμπαγής. Αποτελείτο από θυλάκους. Ο σημαντικότερος απ' αυτούς περιελάμβανε το βόρειο μέρος της Λευκωσίας (τουρκικές συνοικίες της παλιάς πόλης), ένα τμήμα των βορειοδυτικών προαστίων της πρωτεύουσας και μιαν έκταση στο Βορρά εκατέρωθεν της οδού προς την Κερύνεια ως την περιφέρεια της πόλης. Στην περιοχή τούτη βρισκόταν το φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνος. Εκτός αυτού, υπήρχαν θύλακοι στις τουρκικές συνοικίες της Λεμεσού, Πάφου, Αμμοχώστου (παλιά πόλη) και Λάρνακας, στην Κοφίνου, απ' όπου μπορούσαν να παρακολουθούνται οι δρόμοι Λεμεσού-Λευκωσίας και Λευκωσίας-Λάρνακας, στην τοποθεσία Λουρουτζίνα (κοντά στο δρόμο από τη Λευκωσία στη Λάρνακα), στη Λεύκα, στην παράκτια περιοχή Κόκκινα, Άγιος Θεόδωρος, Λιμνίτης και Μανσούρα και τέλος σε μια περιοχή ανατολικά της Κυθρέας. Στους θυλάκους ζούσαν περίπου 59.000 Τούρκοι, δηλαδή περίπου το ήμισυ του συνόλου του τουρκοκυπριακού πληθυσμού. Γύρω στους 25.000 από τους Τουρκοκυπρίους των θυλάκων ήταν πρόσφυγες από 94 τουρκικά ή μικτά χωριά. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι αμέσως μετά την αναχώρηση των προσφύγων Τουρκοκυπρίων από τα σπίτια τους, αρκετοί Ελληνοκύπριοι βρήκαν την ευκαιρία να προβούν σε λεηλασίες και καταστροφές των εγκαταλειφθέντων σπιτιών. Υπήρξα μάρτυρας αυτών των αθλιοτήτων
Οποιαδήποτε απόπειρα των Τουρκοκυπρίων για επανένταξη αντιμετωπιζόταν με σκληρότητα από την ηγεσία τους. Τουρκοκύπριοι πρόσφυγες, που θέλησαν το 1964 να γυρίσουν στα χωριά τους, εμποδίστηκαν και μερικοί απ' αυτούς λέγεται μάλιστα, πως δολοφονήθηκαν. Μετά την κρίση του 1963, η ηγεσία των Τουρκοκυπρίων προσπάθησε να καταπνίξει κάθε απόπειρα επανένταξης. Το μαρτυρεί η δολοφονία του Τουρκοκύπριου Ντερβίς Αλή Καβάζογλου το 1965 από την ΤΜΤ. Ήταν μέλος της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ και αγωνιζόταν για τη συνεργασία των εργατών και αγροτών των δύο κοινοτήτων. Μαζί του δολοφονήθηκε από τους τρομοκράτες της ΤΜΤ κι ο Ελληνοκύπριος σύντροφος του Κώστας Μισιαούλης.
Η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ, η οποία, στάλθηκε στην Κύπρο το Μάρτιο του 1964, εξασφάλιζε, ας πούμε, τα «σύνορα» ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα. Στο υπό τουρκοκυπριακό έλεγχο τμήμα της πρωτεύουσας σχηματίστηκε τουρκοκυπριακός διοικητικός μηχανισμός με επικεφαλής τον Κιουτσούκ. Γενικά, οι ζώντες στους θυλάκους Τουρκοκύπριοι αντιμετώπιζαν πολύ μεγαλύτερες δυσχέρειες. Σημαντικές δημόσιες υπηρεσίες (ταχυδρομείο, τηλεπικοινωνίες, ηλεκτρικό) ήταν σε ελληνικά χέρια. Περίπου 56.000 Τουρκοκύπριοι εφοδιάζονταν με τρόφιμα και φάρμακα από την Τουρκία. (Παύλος Ν. Τζερμιάς, Η Κύπρος, από την αρχαιότητα ως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Τόμος ΙI, σελ. 559).
Έτσι, άρχισε με μεθοδικότητα και συγκαλυμμένα ο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της πολιτικής της Άγκυρας στο Κυπριακό. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα είπε ο Ισμέτ Ινονού στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση: «Επίσημα υποστηρίζουμε μάλλον την ιδέα της ομοσπονδίας παρά εκείνη της διχοτόμησης, για να μείνουμε στο πλαίσιο των διατάξεων των συνθηκών». Εξ άλλου, ο μεσολαβητής του ΟΗΕ για το Κυπριακό Galo Plaza στην έκθεση του της 26ης Μαρτίου 1965 προς το γενικό γραμματέα του οργανισμού ανέφερε, πως οι εκπρόσωποι της τουρκοκυπριακής κοινότητας απέβλεπαν στη δημιουργία δικής τους ζώνης στο Βορρά, η οποία θα είχε έκταση περίπου 1.084 τετραγωνικών μιλίων (ή των 38% του συνολικού εδάφους της Δημοκρατίας). Για την πραγμάτωση του διζωνικού κράτους προβλεπόταν η αναγκαστική μετακίνηση περίπου 20.000 οικογενειών (σχεδόν εξ ημισείας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων). Όπως ορθά παρατηρεί ο Παύλος Ν. Τζερμιάς, αυτό το σχέδιο κατά βάση πραγματοποιήθηκε de facto με την εισβολή του 1974. (Παύλος Ν. Τζερμιάς, Η Κύπρος, από την αρχαιότητα ως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Τόμος ΙI, σελ. 563).
- Οι σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου μετά την Τούρκικη εισβολή.
Με την Τουρκική εισβολή στις 20.7.1974 η Τουρκία αρχίζει να υλοποιεί τα σχέδιά της. Συντελέστηκε η «ντε φάκτο» διχοτόμηση της Κύπρου.
Στην υλοποίηση αυτών των τουρκικών σχεδίων εντάσσεται και η ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» (ΤΔΒΚ) στις 15.11.1983.
Στην πρώτη «Συμφωνία Κορυφής» στις 12.2.1977 έγινε ο μέγας συμβιβασμός και ο Μακάριος δέχτηκε τη λύση της δικοινοτικής ομοσπονδίας. Δέχτηκε και τη «διζωνική» ομοσπονδία, αφού δέχτηκε να συζητηθεί «το έδαφος το οποίο θα είναι υπό τη διοίκηση της κάθε κοινότητας» («The territory under the administration of each community»). Η διζωνικότητα, δηλαδή η αποδοχή ότι οι δύο κοινότητες πρέπει να ζήσουν σε δύο διαφορετικές ζώνες έχοντας μάλιστα πλειοψηφία επί του εδάφους που θα ελέγχουν, δεν συνιστά αναγνώριση τετελεσμένου της εισβολής του 1974;
Αυτή η βάση των διαπραγματεύσεων αναγνωρίστηκε και από τα Ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Η «Δέσμη Ιδεών» Γκάλι η οποία προβλέπει ως λύση του Κυπριακού τη δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία, υιοθετήθηκε από τα Ψηφίσματα υπ' αριθμό 750, 774 και 789 του 1992. του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Έκτοτε, διεξάγονται ατέρμονες συνομιλίες για εξεύρεση λύσης στη βάση, υποτίθεται, της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας. Χάσμα, όμως υπάρχει μεταξύ των δυο πλευρών ως προς την έννοια και το περιεχόμενο του όρου «δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία».
Ανεξάρτητα όμως από αυτό, στην περίπτωση της Κύπρου ένα ομοσπονδιακό κράτος, με βάση τα πρότυπα των ομοσπονδιακών κρατών που λειτουργούν στην Ευρώπη και την Αμερική, δεν θα είναι βιώσιμο. Στην περίπτωση της Κύπρου, ελλείπουν οι βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να υφίστανται για να είναι βιώσιμο ένα ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης. Το πιο βασικό προαπαιτούμενο, η θέληση για συνένωση με σκοπό την προώθηση κοινών στόχων, ελλείπει παντελώς. (K. C. Wheare, Federal Government, 4η Έκδοση, σελ. 36). Αυτό διαπίστωσε και ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Ζοζέπ Μπορέλ, όταν επισκέφθηκε την Κύπρο το 2005. Ο κ. Μπορέλ, σημείωσε ότι διαπίστωσε την ύπαρξη καχυποψίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων, εξαιτίας της οποίας καμία πρόοδος δεν μπορεί να επιτευχθεί, σημειώνοντας πως τα ψηλότερα τείχη και τα πιο επικίνδυνα δεν είναι κτισμένα από τούβλα αλλά από προκατάληψη. «Θα πρέπει να σπάσουμε αυτό το φαύλο κύκλο της καχυποψίας και ο μόνος τρόπος να το κάνουμε αυτό είναι μέσα από το διάλογο, που για τόσα χρόνια μάθαμε να κάνουμε στην Ευρώπη», είπε ο τότε πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου. (Εφημερίδα « Ο Φιλελεύθερος», ημερ. 7.10.2005).
Δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε στις 6.11.2009 στην τ/κ εφημερίδα «Κίπρις», καταδεικνύει ότι ποσοστό 77,9% τασσόταν υπέρ της λύσης δύο χωριστών κρατών ενώ το 41% θα ήθελε συνέχιση της παρούσας κατάστασης. Το ποσοστό που θα ήθελε ομοσπονδιακή λύση με ισχυρή κεντρική κυβέρνηση ανερχόταν στο 50,4%, ενώ ποσοστό 75,1% θα επιθυμούσε μια λύση συνομοσπονδίας με όχι πολλές εξουσίες στην κεντρική κυβέρνηση. Η μεταστροφή του κλίματος καταδεικνύεται και από το ποσοστό που θα ψήφιζε το Νοέμβριο του 2009, στην περίπτωση που επανερχόταν, το Σχέδιο Ανάν. Συγκριτικά με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του Απριλίου του 2004 η διαφορά είναι τεράστια, καθώς μόλις το 30% απάντησε καταφατικά. Παράλληλα το 63% πίστευε ότι οι συνομιλίες μεταξύ του προέδρου Δημήτρη Χριστόφια και του Τ/κ ηγέτη Μεχμέτ Αλί Ταλάτ δεν θα κατέληγαν σε θετικό αποτέλεσμα. (Εφημερίδα «Αλήθεια», ημερ. 7.11.2009).
Μια άλλη δημοσκόπηση κατέδειξε ότι οι Τουρκοκύπριοι στις δύο βασικές πτυχές του Κυπριακού, στη μορφή της λύσης και στην παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, είναι απόλυτοι στις τοποθετήσεις τους. Υποστηρίζουν λύση δύο κρατών και θεωρούν τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα ως εγγύηση ασφάλειας και δεν επιθυμούν την αποχώρησή τους.
Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι με βάση δημοσκόπηση που διενεργήθηκε για λογαριασμό του PIK το 2006, το 63% των νέων ηλικίας 18 - 24 ετών και το 48% του συνόλου των Ελληνοκυπρίων είναι εναντίον της συμβίωσης με τους Τουρκοκυπρίους. Μόνο των 31% των νέων και το 45% του συνόλου είναι υπέρ.
Τέλος, είναι πραγματικά τρομακτικά τα συμπεράσματα που προκύπτουν από μια δημοσκόπηση που διενήργησε στα τέλη του 2010 η διεθνής μη κυβερνητική οργάνωση Ιnterpeace- Ιnternational Ρeace- Βuilding Αlliance, που εδρεύει στη Γενεύη, σε συνεργασία με το Πρόγραμμα Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών και την Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Κύπρο, Η δημοσκόπηση αποκαλύπτει ότι το 92% των Ελληνοκυπρίων προτιμά τη λύση του ενιαίου κράτους, ενώ το 90% των Τουρκοκυπρίων προτιμά τα δύο κράτη. Τα σενάρια λύσης συμφωνημένης διχοτόμησης, ενώ είναι απαράδεκτα για τη μεγάλη πλειονότητα των Ελληνοκυπρίων, είναι οριακά προτιμότερα από τη συνέχιση του σημερινού status quo. Αντίθετα, για τους Τουρκοκυπρίους ένας συμφωνημένος διαχωρισμός όπου και τα δύο κράτη θα είναι εντός της ΕΕ είναι το ιδανικό σενάριο (79%), που τυγχάνει περισσότερης αποδοχής ακόμη και από την τουρκοκυπριακή εκδοχή της ομοσπονδίας (69%).
Αυτό, όμως, που επιβεβαιώνει την αμοιβαία καχυποψία και την έλλειψη εμπιστοσύνης στις εκατέρωθεν προθέσεις είναι η ιδέα ότι η άλλη πλευρά δεν θα αποδεχθεί ποτέ τους πραγματικούς συμβιβασμούς και τις παραχωρήσεις που απαιτούνται για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση. Αυτό πιστεύει το 84% των Ελληνοκυπρίων και το 70% των Τουρκοκυπρίων, ενώ σε ανάλογα ποσοστά κυμαίνεται και η πεποίθηση ότι η άλλη πλευρά δεν θα τιμήσει την υπογραφή της (82% των Ελληνοκυπρίων και 68% των Τουρκοκυπρίων).
Πρώτιστα, η βούληση για συνένωση ελλείπει από πλευράς Τουρκοκυπριακής κοινότητας, όπως αυτή διαμορφώθηκε με την εγκατάσταση εποίκων. Ο εποικισμός των κατεχομένων εντάσσεται στα επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας, ώστε να συντηρείται το διαχωριστικό τείχος της προκατάληψης, δυσπιστίας και καχυποψίας. Από τις πτυχές του Κυπριακού προβλήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε με τα τετελεσμένα της Τούρκικης εισβολής του 1974, η πιο σημαντική είναι, κατά τη γνώμη μου, ο εποικισμός των κατεχομένων. Η εγκατάσταση ενός τόσο μεγάλου αριθμού εποίκων έχει αλλάξει σε τέτοιο βαθμό τα δημογραφικά δεδομένα στην κατεχόμενη Κύπρο, ώστε να μετατρέψει τους Τουρκοκυπρίους σε μειονότητα και να μπορεί ένας να ισχυριστεί ότι, σε μια λύση, η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν «επανενώνεται» με τους γηγενείς Τουρκοκυπρίους - όπως συνέβη με τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου του 1960 - αλλά με τους εποίκους. Δηλαδή, στην ουσία, με την ίδια την Τουρκία. Επί Έρογλου οι έποικοι αναμένεται να υπερδιπλασιασθούν.
Για τούτο δεν προκάλεσε έκπληξη σ’ ένα σοβαρό μελετητή του Κυπριακού η δήλωση του Προέδρου Χριστόφια ότι «μας χωρίζει τεράστια απόσταση», που έκανε επιστρέφοντας από τη συνάντηση του με τον Έρογλου αρχές Μαρτίου του 2011, όπου συζήτησαν το θέμα του εποικισμού, το οποίο έχουν εντάξει στο «κεφάλαιο της μετανάστευσης, ιθαγένειας, αλλοδαπών και ασύλου». Ο Έρογλου εξήγησε στη συνάντηση τους ότι πρέπει να αναγνωριστούν όλες οι υπηκοότητες, που έδωσε στους εποίκους η «ΤΔΒΚ» και δεν συζητά καν αποχώρηση τους, ούτε και λαμβάνει υπόψη την ελληνοκυπριακή πρόταση των 50.000. Η θέση αυτή των Τουρκοκυπρίων ήταν πάντοτε η ίδια και όταν «συνομιλητής» ήταν ο Ταλάτ.
(Από τον ιστοτόπο του συγγραφέα. Περίληψη της Μελέτης δημοσιεύθηκε σε άρθρο στον Φιλελεύθερο στις 15/2/2015)