Επανεμφανίστηκε ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Τζακ Στρο και, σε άρθρο του στην εφημερίδα Independent, υποστήριξε πως «μόνο ένα διχοτομημένο νησί θα θέσει τέλος στη διένεξη μεταξύ Τουρκοκύπριων και Ελληνοκύπριων». Επίσης, σημείωσε πως «είναι ώρα να τερματιστεί αυτή η φάρσα ότι μια συμφωνία μετά από διαπραγμάτευση για ένωση του νησιού με μία διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία θα είναι ποτέ πιθανή».
Τα ίδια υποστήριξε και τον Νοέμβριο του 2010 σε άρθρο που έγραψε στους «Τάιμς» του Λονδίνου. Έγινε, τότε, λόγος για «μπαμπούλα» της διχοτόμησης που εμφανίζεται κάθε φορά που αναμένονται εξελίξεις.
Ο «μπαμπούλας» της διχοτόμησης μας απειλούσε από το 1956 όταν στις 19/12/1956 ο τότε Άγγλος Υπουργός Αποικιών Λέννοξ Μπόιντ, παρουσιάζοντας το σχέδιο Ράντκλιφ στη Βουλή των Κοινοτήτων, ανάφερε, μεταξύ άλλων, «.... η Κυβέρνηση της Α. Μ. αναγνωρίζει ότι η άσκηση της αυτοδιάθεσης προκειμένου περί πληθυσμού τόσον ανάμικτου πρέπει να περιλαμβάνει και την διχοτόμηση μεταξύ των ενδεχομένων λύσεων». Έκτοτε, πολιτική της Βρετανίας και της Τουρκίας ήταν η διχοτόμηση της Κύπρου Η υλοποίηση της πολιτικής αυτής θα είχε πραγματοποιηθεί με το σχέδιο Μακ Μίλλαν, αν η εφαρμογή του δεν είχε ματαιωθεί με τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου.
Όμως, σήμερα, 43 χρόνια μετά την εισβολή της στην Κύπρο το 1974 και την παγίωση των καταστάσεων που αυτή δημιούργησε, η Τουρκία δεν επιδιώκει ούτε τη διχοτόμηση ούτε τη διπλή ένωση. Την de facto διχοτόμηση την έχει. Δεν της συμφέρει, προς το παρόν, η προσάρτηση των κατεχομένων. Η Τουρκία επιδιώκει, αρχικά, την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας - την οποία θεωρεί «εκλιπούσα» (defunct) από το 1963 - και τον γεωπολιτικό έλεγχο όλης της Κύπρου που θα οδηγήσει, σε εύθετο χρόνο, στην κατάκτησή της. Αυτό είναι το τραγικό κατάντημα του Κυπριακού. Λύσεις που θεωρούνταν το 1964 επάρατες, όπως η διπλή ένωση που προνοούσαν τα σχέδια Άτσεσον, μετά την τουρκική εισβολή δεν είναι επιθυμητές από την Τουρκία.
Αυτό το τραγικό κατάντημα του Κυπριακού, είναι το αποτέλεσμα των ολέθριων χειρισμών που είχε από την κατά καιρούς ηγεσία μας. Από το 1977, η ελληνοκυπριακή ηγεσία έχει συρθεί σε ένα καταστροφικό διάλογο που οδηγεί στη συνθηκολόγηση και στην αποδοχή, άνευ όρων, των τουρκικών επεκτατικών σχεδιασμών. Οι θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς σταδιακά προσαρμόζονται στις στρατηγικές επιδιώξεις της Άγκυρας. Έτσι, οδηγηθήκαμε, αρχικά, στην «κοινή δήλωση» της 23/5/2008 των Χριστόφια – Ταλάτ και, στη συνέχει, στην «κοινή διακήρυξη» της 11/2/2014 των Αναστασιάδη – Έρογλου. Με την «κοινή διακήρυξη» της 11/2/2014 αποδεχθήκαμε πλαίσιο συνομιλιών οι οποίες οδηγούν σε μια λύση που θα προβλέπει την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη διαδοχή της από ένα θνησιγενές δυσλειτουργικό κρατικό μόρφωμα - που θα το ιδρύσουν δυο «συνιστώντα κράτη, η Κυπριακή Δημοκρατία και η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» - και που θα καταστήσει, προς το παρόν, την Κύπρο προτεκτοράτο της Τουρκίας. Απώτερος στόχος της Τουρκίας, όπως προαναφέρθηκε, είναι η κατάληψη όλης της Κύπρου όταν βρει κατάλληλες τις συνθήκες. Τις ευκαιρίες, για τη δημιουργία τέτοιων συνθηκών, θα τις παράσχει στην Τουρκία η μη λειτουργικότητα της λύσης. Οι σχεδιασμοί της Τουρκίας δεν άλλαξαν μετά το ναυάγιο των συνομιλιών στο Κραν Μοντάνα. Ούτε έχει «Σχέδιο Β΄». Απλά, γνωρίζοντας ότι οι σχεδιασμοί της δεν μπορούν να προωθηθούν την περίοδο αυτή, δεν επείγεται. Εξ άλλου, για την Τουρκία υπάρχουν, τώρα, άλλες προτεραιότητες, όπως το Κουρδικό.
Αυτή η «φιλοσοφία» της λύσης του Κυπριακού, που αποτυπώνεται στην «κοινή διακήρυξη» της 11/2/2014, είναι από καιρό που έχει διαμορφωθεί από τη γραμματεία του ΟΗΕ, τους μεσολαβητές του προσκηνίου και του παρασκηνίου και τους υποβολείς τους. Το Ψήφισμα του ΣΑ 649/1990, στις 12 Μαρτίου 1990, στο οποίο γίνεται για πρώτη φορά αναφορά σε λύση δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας, «καλεί τους ηγέτες των δυο κοινοτήτων να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για να επιτύχουν ελεύθερα μια αμοιβαία αποδεκτή λύση που να προνοεί για την εγκαθίδρυση ομοσπονδίας, η οποία θα είναι δικοινοτική όσον αφορά τις συνταγματικές πτυχές και διζωνική όσον αφορά τις εδαφικές πτυχές, σύμφωνα με το παρόν ψήφισμα και τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979…». Προηγήθηκε η Έκθεση του Γενικού Γραμματέα ημερομηνίας 8/3/ 1990 (S/21183) όπου παραπέμπει στην αρκετά διαφωτιστική εναρκτήρια δήλωσή του στις διακοινοτικές συνομιλίες της Νέας Υόρκης στις 26/2/1990. Τότε, δήλωσε τα ακόλουθα: «Η Κύπρος είναι το κοινό σπίτι της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η σχέση τους δεν είναι σχέση πλειοψηφίας και μειοψηφίας, αλλά σχέση δυο κοινοτήτων στο κυπριακό κράτος... Η διζωνικότητα της ομοσπονδίας είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να προέρχεται από το γεγονός ότι το κάθε ομοσπονδιακό κράτος θα διοικείται από μια κοινότητα στην οποία θα υπάρχει σταθερά εγγυημένη ξεκάθαρη πλειοψηφία πληθυσμού και ιδιοκτησίας περιουσιών στην περιοχή της …» Ακολούθησαν τα Ψηφίσματα Αρ. 716/ 1991 και 750/1992.
Έκτοτε, αυτά τα Ψηφίσματα μας κυνηγούν και συνθέτουν, σήμερα, την όλη «φιλοσοφία» της λύσης την οποία υιοθετεί και ο νέος γ.γ. του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες στην Έκθεσή του. Στην Έκθεσή του ο Αντόνιο Γκουτέρες διατυπώνει την άποψη ότι το Κυπριακό είχε φτάσει, πριν τη διακοπή των συνομιλιών στο Κραν Μοντάνα, πολύ κοντά στη λύση και ότι «χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία» για επίτευξη συμφωνίας. Στην πραγματικότητα, στο Κραν Μοντάνα φτάσαμε στο χείλος του κρημνού και, απλά, αναβλήθηκε η πτώση μας για μετά τις προεδρικές εκλογές του 2018. Εκτός αν αναδειχθεί μια ηγεσία η οποία θα κατανοήσει ότι συνομιλίες με αυτή τη «φιλοσοφία» της λύσης του Κυπριακού, που συμφώνησαν οι ηγέτες των δυο κοινοτήτων και «ευλογεί» ο ΟΗΕ, είναι αδύνατο να οδηγήσει σε βιώσιμη λύση. Μια ηγεσία που θα έχει το σθένος να απεγκλωβιστεί από το «σύνδρομο της αυτοδικαίωσης» και τον φόβο για το πολιτικό κόστος και, αφού προβεί σε μια σωστή αξιολόγηση των νέων δεδομένων που διαμορφώνονται στη χώρα μας και στην περιοχή μας, να επιδιώξει τη διαμόρφωση μιας νέας διαπραγματευτικής βάσης που θα έχει ως κεντρικό πυρήνα τη διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, έστω και εδαφικά κολοβωμένης. Μόνο έτσι θα διασφαλιστεί η επιβίωση, εθνική και φυσική, του κυπριακού ελληνισμού.
(Φιλελεύθερος, 1/10/2017)