Αμέσως μετά την κοινή δήλωση των Αναστασιάδη και Ακιντζί, με αφορμή τη λήξη ενός έτους από την έναρξη των συνομιλιών, ο τελευταίος έσπευσε να επαναφέρει την τουρκική πρόταση για Πενταμερή Διάσκεψη στην οποία θα συμμετάσχουν οι τρεις Εγγυήτριες Δυνάμεις και οι δυο κοινότητες και στην οποία θα επιχειρηθεί η επίτευξη τελικής συμφωνίας. Για όποιο διαθέτει στοιχειώδη νομική και πολιτική παιδεία και δεν ανήκει στους αργυρώνητους κράχτες της λύσης που μαγειρεύεται, είναι αντιληπτό ότι μια τέτοια Διάσκεψη θα δώσει τη χαριστική βολή στην Κυπριακή Δημοκρατία και θα επιφέρει το νομικό της θάνατο. Σε τούτο και μόνο αποβλέπει η πρόταση του Ακιντζί. Μια τέτοια Διάσκεψη θα είναι αντίθετη με τα διεθνή θέσμια που διέπουν τη σύναψη και εφαρμογή των διεθνών συνθηκών. Οι δυο κοινότητες δεν είναι υποκείμενα του διεθνούς δικαίου. Μόνο η Κυπριακή Δημοκρατία νομιμοποιείται να συμμετάσχει σε τέτοια Διάσκεψη γιατί μόνο αυτή - και όχι οι δυο κοινότητες - είναι συμβαλλόμενο μέρος στις Συνθήκες με τις οποίες θα ασχοληθεί η Διάσκεψη.
Η Κυπριακή Δημοκρατία ανακηρύχθηκε ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος ευθύς μετά το μεσονύκτιο της 15ης προς τη 16η Αυγούστου του 1960. Τότε υπογράφτηκε το Σύνταγμα, η Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως, η Συνθήκη Εγγυήσεως και η Συνθήκη Στρατιωτικής Συμμαχίας από τον τότε Κυβερνήτη της αποικίας της Κύπρου Sir Hugh Foot, τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας Γεώργιο Χριστόπουλο, τον Γενικό Πρόξενο της Τουρκίας Turrel, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Δρ. Φατίλ Κουτσιούκ. Οι δυο τελευταίοι υπέγραψαν τα πιο πάνω κείμενα υπό την ιδιότητά τους ως Προέδρου και Αντιπροέδρου, αντίστοιχα, της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρά το ότι εξελέγησαν πριν από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος, θεωρούνταν, σύμφωνα με το Άρθρο 187.1(α) αυτού, ως «οι νομίμως κατά την έννοια των διατάξεων του Συντάγματος εκλεγέντες». Επίσης, αναφορικά με τις τρεις προαναφερθείσες συνθήκες, παρά το ότι αυτές υπογράφτηκαν πριν η Κύπρος καταστεί υποκείμενο του διεθνούς δικαίου και πριν ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εγκατασταθούν στο λειτούργημά τους δυνάμει του Άρθρου 42, εν τούτοις, δυνάμει ρητής πρόβλεψης στο Άρθρο 195, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος είχαν από κοινού «το αποκλειστικόν δικαίωμα και την εξουσίαν να υπογράφωσι και συνομολογήσωσι εν ονόματι της Δημοκρατίας» τις συνθήκες αυτές.
Με βάση τα όσα εκτίθενται πιο πάνω, προκύπτει σαφώς ότι συμβαλλόμενο μέρος στις τρεις διεθνείς συνθήκες είναι η Κυπριακή Δημοκρατία. Σε οποιαδήποτε Διάσκεψη, που θα ασχοληθεί με τη «διεθνή πτυχή» του Κυπριακού, δεν έχουν θέση οι δυο κοινότητες αλλά μόνο η Κυπριακή Δημοκρατία. Και το μόνο θέμα σ’ αυτή τη Διάσκεψη θα πρέπει να είναι η κατάργηση των εγγυήσεων και των συμμαχιών που μας επιβλήθηκαν το 1960 γιατί αντιβαίνουν προς θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, που κατοχυρώνονται από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, όπως είναι η αρχή της αυτοδιάθεσης, της ίσης κυριαρχίας των κρατών μελών του Οργανισμού και της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις ενός κράτους. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η αρχή της ίσης κυριαρχίας που προνοούν τα Άρθρα 1, 2 και 78 του Καταστατικού Χάρτη. Με βάση την αρχή αυτή, τα κράτη είναι νομικά ίσα, απολαμβάνουν όλων των δικαιωμάτων που εκπηγάζουν από την κυριαρχία τους και η νομική προσωπικότητα του κράτους, καθώς και η εδαφική του ακεραιότητα και η πολιτική του ανεξαρτησία είναι σεβαστά.
Η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας υπήρξε πάγιος στόχος της Τουρκίας μετά τη γνωστή διακοινοτική σύρραξη του Δεκεμβρίου του 1963, που οδήγησε στην απόσχιση των Τουρκοκυπρίων από το κράτος. Υπήρξαν πολλές απόπειρες για επίτευξη του στόχου αυτού οι οποίες, όμως, απέτυχαν. Ενδεικτικά αναφέρεται η Πενταμερής Διάσκεψη στο Λονδίνο που άρχισε τις εργασίες της στις 15.1.1964 στο Λάνκαστερ Χάουζ. Στη Διάσκεψη, στην οποία δεν κλήθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία, έλαβαν μέρος οι τρεις Εγγυήτριες Δυνάμεις και εκπρόσωποι των δυο κοινοτήτων της Κύπρου. Στις 10.2.1964 η Διάσκεψη του Λονδίνου έληξε αδόξως. Είναι φανερό ότι αντικείμενό της δεν ήταν άλλο «παρά να υποσκάψει την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, την έννοια της ανεξαρτησίας της, της κυριαρχίας της, την εδαφική της ακεραιότητα, τη νομιμότητα της κυβερνήσεώς της». (Δημήτρη Μπίτσιου, Κρίσιμες Ώρες, σελ. 145). Όμως, με το Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που εγκρίθηκε ομόφωνα στις 4.3.1964, η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην οποία δεν συμμετείχαν οι Τουρκοκύπριοι, πέτυχε να αποκτήσει διεθνή νομιμότητα.
Η εισβολή δεν επηρέασε τη διεθνή υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ούτε και το κατασκεύασμα του ψευδοκράτους της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου». Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης στην καταπελτική απόφασή του, ημερομηνίας 18 Δεκεμβρίου 1996 στην Υπόθεση Τιτίνας Λοϊζίδου ν. Τουρκίας αποφάσισε, κατά τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, ότι «η διεθνής κοινότητα δεν θεωρεί την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου ως Κράτος δυνάμει του διεθνούς δικαίου και η Κυπριακή Δημοκρατία παραμένει η μόνη νόμιμη Κυβέρνηση της Κύπρου». Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ακολούθησε την ίδια τοποθέτηση και στην απόφασή του ημερομηνίας 10 Μαΐου 2001 επί της τέταρτης Διακρατικής Προσφυγής της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας με Αρ. 2578/94.
Περαιτέρω, στα σχέδια της Τουρκίας δημιουργήθηκε ένα τεράστιο εμπόδιο όταν η Κυπριακή Δημοκρατίας, με ολόκληρη την εδαφική της επικράτεια, είχε γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης.
Η Κυπριακή Δημοκρατία αντιμετώπισε τους κινδύνους οι οποίοι κατά καιρούς την απείλησαν και διασώθηκε. Οι ποικιλώνυμοι ισχυροί εχθροί της δεν κατάφεραν, μέχρι σήμερα, να την καταλύσουν. Θα συνεργήσουμε εμείς οι ίδιοι στην κατάλυσή της, πέφτοντας στην παγίδα της Πενταμερούς Διάσκεψης;
(Φιλελεύθερος, 22.5.2016)